H Ευρωπαϊκή
Ένωση και η Μεσόγειος:
Η
Διαδικασία της Βαρκελώνης και η Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας*
Δημήτρης Κ. Ξενάκης
Εισαγωγή
Το τέλος του
Ψυχρού Πολέμου βρήκε τον αραβικό κόσμο της Μεσογείου να είναι πολιτικά ασταθής, οικονομικά αδύναμος και θεσμικά ανοργάνωτος,
χωρίς να μπορεί να υπερβεί την πολυπλοκότητα της μετάβασης στη νέα εποχή. Η
μεταψυχροπολεμική παγκόσμια τάξη δεν στάθηκε ικανή να κατοχυρώσει νέες δομικές
και λειτουργικές ισορροπίες στο περιφερειακό σύστημα, οδηγώντας σε μια
κατάσταση απρόβλεπτων αλλαγών και ασυνήθιστης ρευστότητας. Κατάφορτες από
πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και θρησκευτικές εντάσεις, που συχνά
κλιμακώνονται σε ανοιχτές συγκρούσεις, οι περισσότερες νότιες Μεσογειακές χώρες
φαίνεται απίθανο να μπορέσουν να ενσωματωθούν στο νέο διεθνές οικονομικό
σύστημα, καθώς οι (δια)περιφερειακές οικονομικές δράσεις παραμένουν απελπιστικά
περιορισμένες. Όντας in limbo μεταξύ ραγδαίας μεταβολής και
ασυνέχειας, αβεβαιότητας και βιαίας ανατροπής, η Μεσόγειος άρχισε να αναδεικνύεται, ως η σημαντικότερη πηγή
αποσταθεροποίησης για τη σύγχρονη Ευρώπη. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90, οι
αναλύσεις άρχισαν σταδιακά να την χαρακτηρίζουν, ως εξαιρετικά ασταθή, με προβλήματα
ασφάλειας, οικονομικής ασυμμετρίας, κοινωνικών συγκρούσεων, πιεστικών μεταναστευτικών
ροών στην περίμετρο του Schengen και απειλητικών διχαστικών ρηγμάτων
πολιτιστικού και θρησκευτικού χαρακτήρα.[i]
Η συστημική ένταση που
παρατηρείται μπορεί να αποδοθεί μόνο σε ένα βαθμό σε πολιτικό-στρατιωτικούς
παράγοντες ή στην αναβίωση και έξαρση του ριζοσπαστικού Ισλάμ, καθώς πολλές
Μεσογειακές χώρες αντιμετωπίζουν μία σειρά νέων διεθνικών αποσταθεροποιητικών
προκλήσεων, όπως η τρομοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα και η διακίνηση οπλικών
συστημάτων και ναρκωτικών ουσιών. Στη νότια όχθη της Μεσόγείου υπάρχει,
επιπλέον, ένα συνολικό έλλειμμα ασφάλειας, το οποίο απορρέει από μια
μετααποικιακή αίσθηση ευπάθειας (vulnerability) του αραβικού κόσμου σε συνδυασμό με τις
μεταψυχροπολεμικές πολιτικές παρεμβάσεις της Δύσης.[ii]
Επίσης, στις χώρες του Νότου -ένα μεγάλο
μέρος των οποίων χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια οργανώσεων της κοινωνίας των
πολιτών, διχασμό της κοινής γνώμης και των ηγετικών ομάδων, αλλά και αυτό που η
σχολή της κοινωνιολογίας ορίζει ως, «οριζόντιες τομές»-[iii]
υπάρχει μια γενικότερη αντίσταση στην πολιτική αλλαγή. Πολλές συνεχίζουν να
βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία κρατικού σχηματισμού, και ως εκ τούτου, τα
περισσότερα καθεστώτα στηρίζονται για την επιβίωση τους στη συγκεντρωτική και
αυταρχική διακυβέρνηση.[iv] Grosso modo,
υπάρχει ευρεία κοινωνική αβεβαιότητα που απορρέει από τα προβλήματα
εθνικο-θρησκευτικής ταυτότητας, οικονομικής ένδειας και από τη γενικευμένη
έλλειψη κυβερνητικής νομιμότητας. Αυτή η αβεβαιότητα, σύμφωνα με τον Ayoob, «έρχεται στην
επιφάνεια μέσα από τις ανταγωνιστικές απαιτήσεις των κοινωνικά συνεκτικών,
πολιτικά ανταποδοτικών και διοικητικά αποτελεσματικών κρατών της Δύσης».[v]
Πρέπει να καταστεί σαφές,
πως η Μεσόγειος αποτελεί μία σύνθεση διακριτών πολιτισμών. Ανατρέχοντας στη
σχετική βιβλιογραφία, διαπιστώνουμε πως οι περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν σε
διαφορετικά συμπεράσματα σχετικά με την ύπαρξη μιας διακριτής Μεσογειακής
«οντότητας» (entity) ή
«ενότητας» (unity), καθώς
οι δεσμοί ανάμεσα στις δύο όχθες της Μεσογείου αποτελούν θέμα σύνθεσης ή/και
σύγκρουσης ετερογενών πολιτισμών, θρησκειών και εθνικό-φυλετικών ομάδων.[vi] Παρά
τη ρητορική του Braudel για έναν κοινό «προορισμό», καλλιεργημένο με κοινούς
μύθους και πολιτιστικά ιδανικά, στη Μεσόγειο του 21ου αιώνα, τα
υψηλά επίπεδα οικονομικής ανισοκατανομής, ο πλουραλισμός των πολιτικών και
οικονομικών καθεστώτων, οι διιστάμενες απόψεις για τη δημοκρατία και την
ασφάλεια, και οι εκρηκτικές δημογραφικές και μεταναστευτικές τάσεις,
δυσκολεύουν κάθε απόπειρα συνολικής προσέγγισης. Η Μεσόγειος αποτελεί έναν
ετερογενή περιφερειακό χώρο, όπου η γεωγραφία, η ιστορία και η πολιτική
περιπλέκονται με τον πολιτισμό και τη θρησκεία, καταλήγοντας σε ένα σύνθετο
σύστημα «ατελών» καθεστώτων, το καθένα από τα οποία αντανακλά μία ξεχωριστή
αίσθηση Μεσογειακού είναι και ανήκειν.[vii] Η
Μεσόγειος, μετά το 1989 χαρακτηρίζεται από ένα νέο πολύ-αιτιακό και πολύ-λογικό
δυναμισμό, που ωθεί τον ανασχηματισμό των συστατικών της συλλογικοτήτων. Τόσο
τα στοιχεία σύγκλισης, όσο και αυτά της απόκλισης, επαναπροσδιορίζονται, μέσω
ενός αυξανόμενου πλουραλισμού, σε (δια)περιφερειακές αλληλεξαρτήσεις και δομές
διακυβέρνησης, βρίσκοντας συνήθως έκφραση, είτε μέσω νέων κοινωνικών κινημάτων
και τάσεων που τέμνουν προκαθορισμένα όρια, είτε μέσω νέων πολιτικο-θεσμικών
διευθετήσεων. Στη Μεσόγειο, οι αλλαγές των νοοτροπιών και των τρόπων δράσης εξαρτώνται
από τις διαφορετικές θρησκευτικές και κοσμικές ερμηνείες σχετικά με την αίσθηση
περιφερειακής ενότητας, εθνικό-φυλετικής ταυτότητας και θρησκευτικής
διαφορετικότητας, ενώ συχνά υποκρύπτονται από τις πιέσεις των (κυρίαρχων)
δυνάμεων του συντηρητισμού και τους υποστηρικτές ενός εξιδανικευμένου
παρελθόντος. Αναμφίβολα όμως, τη δεκαετία του ’90 παρουσιάζονται και
εξαιρετικές ευκαιρίες για τον επαναπροσδιορισμό της πολιτισμικής
ιδιαιτερότητας, του οικονομικού προσανατολισμού και, γενικότερα, του πολιτικού
μέλλοντος της Μεσογείου, με την ενθάρρυνση ενός νέου κύκλού ευκαιριών
περιφερειακής συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Σε θεσμικό επίπεδο, πριν από δέκα, περίπου, χρόνια,
το Νοέμβριο του 1995, οι Υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ και των χωρών της
Μεσογείου, επανατοποθέτησαν τις διμερείς τους σχέσεις σε ένα πολυμερές πλαίσιο
συνεργασίας, τη Διαδικασία της Βαρκελώνης (ΔτΒ), με τρεις κεντρικούς στόχους:
α) να ενισχυθεί ο πολιτικός διάλογος και η ασφάλεια σε περιφερειακό επίπεδο, β)
να δημιουργηθεί μέχρι το 2010 μια Ευρω-Μεσογειακή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών
(ΕΜΖΕΣ) με αμοιβαία οικονομικά και αναπτυξιακά οφέλη, και γ) να επανασυνδεθούν
οι κοινωνικο-πολιτιστικές σχέσεις των λαών της περιοχής. Σήμερα, τα
αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας, αν και σημαντικά, λόγω της φύσης των
προβλημάτων και της επιδείνωσης του διεθνούς κλίματος, απέχουν από τους αρχικούς
στόχους και προσδοκίες. Το όραμα της ΕΕ για «τη δημιουργία ενός κλοιού
ασφαλείας από σχετικά ευημερούσες και κατά το δυνατόν δημοκρατικές χώρες
παραμένει μακρινό. Εκτός από την κλιμακούμενη κρίση στη Μέση Ανατολή, μετά το
2001, οι «ασύμμετρες» απειλές και οι ηγεμονικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ, οδήγησαν
στη συνολική υποβάθμιση του κλίματος περιφερειακής συνεργασίας, ακόμη και σε
θέματα χαμηλής πολιτικής, που
παραδοσιακά χαρακτηρίζουν την ευρωπαϊκή προσέγγιση.
Η πρόσφατη
διεύρυνση της ΕΕ, δημιούργησε νέα εξωτερικά σύνορα και νέους γείτονες στην
Ανατολική Ευρώπη και τον Καύκασο, μειώνοντας ταυτόχρονα την απόσταση από τις
όχθες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύοντας πλέον με χώρες
που βρίσκονται σε κατάσταση ρευστότητας λόγω υπαρκτών ή δυνητικών συγκρούσεων,
η ΕΕ καλείται να αντιμετωπίσει ακόμη πιο δραστικά προκλήσεις, όπως η παράνομη
μετανάστευση και η απειλή της τρομοκρατίας. Τα διαδοχικά τρομοκρατικά χτυπήματα
στο Ριάντ, την Καζαμπλάνκα, την Κωνσταντινούπολη, τη Μαδρίτη και πιο πρόσφατα
στο Λονδίνο, έχουν αυξήσει σημαντικά τις ανησυχίες, που σε θεσμικό επίπεδο αντανακλώνται
στην αύξηση των πρωτοβουλιών στην περιοχή. Εκτός από την Ευρω-Μεσογειακή
Συνεργασία (ΕΜΣ), η οποία επωμίζεται από το 1995 τις σχέσεις της ΕΕ με τις
Μεσογειακές χώρες, ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης είχαμε την νέα Ευρωπαϊκή
Πολιτική Γειτονία (ΕΠΓ) (European Neighborhood Policy).
Η ΕΠΓ βασίζεται στις αρχές της περιεκτικότητας
και της διαφορετικότητας, με στόχο τη
βαθύτερη ενοποίηση με τον ευρωπαϊκό οικονομικό πυρήνα, και την υιοθέτηση
διαφορετικής τακτικής και στήριξης από μέρους της ΕΕ, στο βαθμό βέβαια που η
κάθε χώρα επιθυμεί να υποβληθεί σε περιορισμούς και μεταρρυθμίσεις. Το κεφάλαιο
αυτό εξετάζει τις Ευρω-Μεσογειακές σχέσεις μέσα από τη δεκαετή εξέλιξη της ΔτΒ,
αλλά και την επίδραση της νέας ΕΠΓ, η οποία αναμένεται να είναι καθοριστική στο
νέο, «διευρυμένο» πλέον, ισοζύγιο των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ.
Η
Ευρω-Μεσογειακή Συνεργασία
Αν και η
σταθερότητα και η ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων με τις χώρες της νότιας όχθης
της Μεσογείου δεν αποτελούν νέα θέματα στο πλαίσιο της ενωμένης Ευρώπης,
ωστόσο, τη δεκαετία του 1990 ενισχύθηκαν σημαντικά.[viii]
Από το Νοέμβριο του 1995, oι
σχέσεις της ΕΕ με τις χώρες της Μεσογείου λειτουργούν στο πλαίσιο της ΔτΒ, μια
πλατφόρμα πολυμερούς συνεργασίας, με αδύνατη αρχικά, αλλά πολλά υποσχόμενη
θεσμική φυσιογνωμία. Το νέο πλαίσιο συνεργασίας βασίζεται στην αλληλένδετη
σχέση που έχουν αποκτήσει στη μεταψυχροπολεμική περίοδο οι πολιτικές,
οικονομικές και κοινωνικο-πολιτισμικές διαστάσεις της ασφάλειας.[ix] Η
λογική της ΕΕ ήταν να «ενώσει» τις δύο όχθες της Μεσογείου μέσω πολιτικών,
οικονομικών και κοινωνικών/πολιτισμικών δεσμών, οδηγώντας έτσι στη δημιουργία
κλίματος σταθερότητας, κατάλληλου για την οικονομική ανάπτυξη των εταίρων και
τον έλεγχο των πιεστικών μεταναστευτικών ροών από το Νότο. Γι αυτό το λόγο η
ΔτΒ σχεδιάστηκε, κατά το πρότυπο της Διαδικασίας του Ελσίνκι – 1975 στο πλαίσιο
της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη), σε τρεις
(αντίστοιχους) πυλώνες συνεργατικής δράσης,[x] ενώ
με το πρόγραμμα εργασίας (follow up) εξασφάλισε την εξελικτική της «συνέχεια»,
μετατρέποντας έτσι τη ΔτΒ σε ένα μόνιμο μηχανισμό πολυεπίπεδης περιφερειακής
συνεργασίας. Υπό το πρίσμα της διεθνούς διακυβέρνησης, το μοντέλο των
αλληλεξαρτώμενων πυλώνων (baskets),
το οποίο αναγνωρίζει την αλληλένδετη σχέση ανάμεσα στις πολιτικές, οικονομικές
και κοινωνικές διαστάσεις της ασφάλειας, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα εργασίας,
αποτελούν, υπό προϋποθέσεις, επιτυχημένη μέθοδο διευθέτησης και υπερκερασμού
πιθανών εμποδίων στο σχηματισμό διεθνών καθεστώτων μεγάλης κλίμακας.[xi]
Πέραν της ρητορικής και των διπλωματικών διακηρύξεων, και παρά το διαφορετικό βαθμό ενθουσιασμού με τον οποίο υποδέχτηκαν οι εταίροι το νέο πλαίσιο συνεργασίας,[xii] η ιδρυτική Σύνοδος στη Βαρκελώνη εγκαινίασε μία νέα εποχή στις περιφερειακές σχέσεις.[xiii] Η υπογραφή της ιδρυτικής Διακήρυξης το 1995 από τις 25 χώρες που συμμετείχαν,[xiv] ανανέωσε το ενδιαφέρον για το μετασχηματισμό και τη διακυβέρνηση της Μεσογείου, που ξεκινά από την πλαισίωση ενός άτακτου συστήματος διμερών συμφωνιών (εμπορικές συμφωνίες – χρηματοδοτικά πρωτόκολλα), και φτάνει μέχρι και τη θεσμική ολοκλήρωση της περιφερειακής διακυβέρνησης, βασισμένη σε κοινά αποδεκτές συμφωνίες. Η ΔτΒ αφορά την ποιοτική μετάβαση των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ στη Μεσόγειο, από ένα σύνολο ασυντόνιστων δράσεων και πολιτικών, σε ένα σύστημα συλλογικής διακυβέρνησης, βασισμένο σε θεσμοθετημένους κανόνες και πρότυπα συμπεριφοράς.[xv] Υπό το πρίσμα αυτό, η ΕΜΣ μπορεί να ειδωθεί ως κάτι παραπάνω από μία απλή «σύμπραξη» (partnership) κρατών για την επίτευξη περιορισμένων στόχων, αφού αποτελεί ένα αναδυόμενο περιφερειακό καθεστώς, ενέχοντας χαρακτηριστικά, όπως η ανάπτυξη γενικών κανόνων χρηστής διακυβέρνησης και η θεσμοθέτηση μηχανισμών συλλογικής δράσης. Στη λογική αυτή, το υπό διαμόρφωση Ευρω-Μεσογειακό καθεστώς μπορεί να αποτελέσει στο μέλλον, όχι μόνο ένα σύνολο συμβάσεων και δραστηριοτήτων με επίκεντρο τη σύγκλιση των προσδοκιών των συμμετεχόντων στην κατανομή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά πολύ περισσότερο ένα περιφερειακό «κοινωνικό σύστημα». Πιο συγκεκριμένα, το τελευταίο θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αναγνωρισμένων ρόλων, συνδεόμενων από μία ουσιώδη συμφωνία γύρω από ένα ελάχιστο κοινό αξιακό παρανομαστή (ακόμα και όταν τα βασικά αξιακά συστήματα των συμμετεχόντων διαφέρουν), συναινετικά προσδιορισμένες πρακτικές πρόληψης και διευθέτησης των συγκρούσεων, και τέλος από μία σειρά μηχανισμών εφαρμογής βασικών αρχών χρηστής διακυβέρνησης, οι οποίες θα είναι σε θέση να υπερβούν τη νοητή γραμμή, που χωρίζει το Χριστιανικό Βορρά από τον Ισλαμικό Νότο. [xvi]
Η ΔτΒ τροφοδοτεί με
απαραίτητες τις συνθήκες για την ανάδυση ενός ευέλικτου περιφερειακού
καθεστώτος με πρωταρχικό στόχο τη διαχείριση της αλληλεξάρτησης - τόσο δομικής
όσο και λειτουργικής - μεταξύ συχνά ανταγωνιστικών δρώντων οι οποίοι πάντως,
λόγω της πολυπλοκότητας του ίδιου του Μεσογειακού χώρου, της ιστορικά
διαμορφωμένης ενδοπεριφερειακής οικονομικής ασυμμετρίας και έντονης
πολιτισμικής ανομοιογένειας, έχουν διαφορετικούς λόγους ένταξης στο
περιφερειακό πλαίσιο συνεργασίας.[xvii] Η ΔτΒ αντικατοπτρίζει,
«δυνάμει», τις αρχές της αμοιβαιότητας, της πολιτισμικής ανοχής, της ειρηνικής
διευθέτησης, και της «χρηστής διακυβέρνησης» διαφοροποιημένη από την
παραδοσιακή προσέγγιση του εκδημοκρατισμού, καθώς δεν αποσκοπεί σε πρακτικές
«εξαγωγής» ενός συγκεκριμένου συστήματος οργάνωσης της πολιτείας - στη
συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό της φιλελεύθερης δημοκρατίας -, αλλά αποσκοπεί
στην αμοιβαία αποδοχή μιας σειράς πολιτικών κυρίως αρχών για την ανάδειξη μιας
συμβιωτικής σχέσης, η οποία θα στηρίζεται σε αμοιβαία οφέλη και
διαπραγματευόμενες διευθετήσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.[xviii]
Ενδεχομένως, ο όρος «δυνάμει» να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικός, αφού το παρόν
στάδιο εξέλιξης της ΔτΒ οριακά μόνο χαρακτηρίζεται από την θεσμοθέτηση
μηχανισμών συλλογικής δράσης, τον μετασχηματισμό ενός συνόλου από διεθνείς
νόρμες σε δεσμευτικούς κανόνες (κρατικής) συμπεριφοράς, τη μετεξέλιξη ενός
περιφερειακού μορφώματος οικονομικής ανισοκατανομής σε μία ζώνη ελευθέρων
εμπορικών συναλλαγών με κοινωνικά αναπτυξιακό χαρακτήρα, την ισόρροπη εστίαση
σε χώρους υψηλής όσο και χαμηλής πολιτικής, και περισσότερο ίσως, την ανάδυση
μίας «νέας ερμηνευτικής» του διαπολιτισμικού διαλόγου.[xix]
Η Διαδικασία της Βαρκελώνης: Από τη Βαλέτα
στη Βαλένσια
Είναι γεγονός, πως μετά την
εναρκτήρια Διάσκεψη στη Βαρκελώνη το 1995, οι επόμενες συναντήσεις της ΕΜΣ
έλαβαν χώρα μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα από εκείνο το οποίο
επικρατούσε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στη Μέση Ανατολή και το οποίο είχε
διευκολύνει την εγκαθίδρυση μιας «συνολικής» προσέγγισης των περιφερειακών
προκλήσεων. Έτσι, η 2η Ευρω-Μεσογειακή Διάσκεψη στη Βαλέτα το 1997 και
η Ad hoc Συνάντηση (Meeting) στο Παλέρμο το 1998, κατά τη
διάρκεια της Βρετανικής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ, κατέληξαν σε έλλειψη
ομοφωνίας σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και κυρίως στην αναβολή υπογραφής
της Ευρω-Μεσογειακής Χάρτας (Euro-Mediterranean Charter).[xx]
Η 3η Ευρω-Μεσογειακή Διάσκεψη στη Στουτγάρδη (1999) ήταν επιτυχής,
καθώς κατάφερε να δώσει νέα ώθηση στη ΔτΒ με την ανάπτυξη κατευθυντήριων
γραμμών για την Ευρω-Μεσογειακή Χάρτα και προβλέποντας για μέτρα
οικοδόμησης συνεργατικότητας, καλής γειτονίας και προληπτικής διπλωματίας, των
οποίων η ευέλικτη εφαρμογή θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη βαθμιαία
οικοδόμηση ενός ισόρροπου περιφερειακού συστήματος. Ένα τέτοιο σύστημα θα
μπορεί να προάγει αμοιβαία εμπιστοσύνη μέσα από διαδικασίες διαφάνειας και
ανοιχτού διαλόγου, προσχεδιασμένη και από κοινού διαχείριση κρίσεων καθώς και
ειρηνική διευθέτηση των διαφορών. Στη Στουτγάρδη αποφασίστηκαν και οι έξι
τομείς στους οποίους πρέπει να δοθεί προτεραιότητα (η πολιτική υδάτων, το
περιβάλλον, η βιομηχανία, η ενέργεια, οι μεταφορές και η κοινωνία των
πληροφοριών).
Υπό την Πορτογαλική Προεδρία της ΕΕ, το Ινστιτούτο
Διεθνών και Στρατηγικών Μελετών της Λισσαβόνας (IEEI), διοργάνωσε τον Ιούνιο
του 2000 ένα συνέδριο για τον απολογισμό της πενταετούς πορείας των τριών
πυλώνων συνεργασίας της ΕΜΣ. Έμφαση αποδόθηκε στις διμερείς συμφωνίες
(bilateral agreements) για την ολοκλήρωση της ΕΜΖΕΣ και τη συνεργασία κατά της
τρομοκρατίας, του ρατσισμού, της λαθρομετανάστευσης και του θρησκευτικού
φονταμενταλισμού. Η 4η Ευρω-Μεσογειακή Διάσκεψη στη Μασσαλία (2000), έλαβε χώρα
υπό τη σκιά του ξεσπάσματος της 2ης Indifada
(Σεπτέμβριος), με αποτέλεσμα, για πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΜΣ, δύο
Μεσογειακοί εταίροι, η Συρία και ο Λίβανος, να μην μετάσχουν. Έτσι, οι υπόλοιποι
εταίροι περιορίστηκαν, στο να δεσμευτούν για την ενίσχυση του πολιτικού
διαλόγου και τη σύγκλιση των αντιλήψεων σε θέματα τρομοκρατίας και
μετανάστευσης, ώστε να καταστεί δυνατή μια συμφωνία για τα μέτρα διαφάνειας και
εμπιστοσύνης, χωρίς όμως να περιμένουν την υιοθέτηση της Ευρω-Μεσογειακής Χάρτας.[xxi] Στην 5η κατά σειρά Ευρω-Μεσογειακή Διάσκεψη στη
Βαλένσια (2002), κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Προεδρίας, οι εξελίξεις στη
Μέση Ανατολή και ο αποκλεισμός του Αραφάτ στο αρχηγείο της Παλαιστινιακής Αρχής
επέδρασαν αρνητικά στη ΔτΒ. Η συνεχιζόμενη ωστόσο αποχή Συρίας και
Λίβανου κατέστησε εφικτή την υιοθέτηση ενός κειμένου, γνωστού και ως «Σχεδίου
Δράσης της Βαλένσια» (Valencia Action Plan), το οποίο περιείχε προτάσεις και
μέτρα ενίσχυσης της ΕΜΣ, τόσο σε θεσμικό επίπεδο, όσο και σε επιμέρους τομείς
πολιτικής και συνεργασίας.[xxii]
Μέχρι το 2003, η επιδείνωση των Αραβο-Ισραηλινών σχέσεων με την έναρξη της 2ης
Indifada το 2000, το
κλίμα τρομοκρατίας που εμπέδωσε η 11η Σεπτεμβρίου, η επέμβαση στο
Αφγανιστάν και η απειλή ενός ακόμη πολέμου στο Ιράκ, αποτέλεσαν τα
σημαντικότερα εμπόδια για την επίτευξη ικανοποιητικών συνθηκών περιφερειακής
σταθερότητας και συνεργασίας. Ειδικά, τα γεγονότα της 11ης
Σεπτεμβρίου και οι εξελίξεις, που ακολούθησαν, αναίρεσαν τις όποιες βεβαιότητες
στην περιοχή είχαν διαμορφωθεί μετά τον πόλεμο στον Περσικό την περίοδο
1990-91, ενώ η ανάδυση των ασύμμετρων απειλών είχε τις επιπτώσεις που αναλογούν
και στην περιφερειακή συνεργασία, όπως μεταξύ άλλων, την ενίσχυση των εθνικών
πολιτικών ασφάλειας σε βάρος της περιφερειακής διαδικασίας εκδημοκρατισμού και
φιλελευθεροποίησης, την αύξηση των περιορισμών στη διακίνηση προσώπων και
αγαθών, και κυρίως, την αποξένωση των Χριστιανικών και Μουσουλμανικών πληθυσμών,
που κατοικούν στην Ευρώπη και που πλέον διακατέχονται από αμοιβαία αισθήματα
καχυποψίας. Δημιούργησαν, επίσης,
σοβαρά εμπόδια στη ΔτΒ, όχι μόνο αποδίδοντας έμφαση σε θέματα ασφάλειας που
εμπίπτουν στην σφαίρα της υπεροχής των ΗΠΑ και του «ανταγωνιστικής» Μεσογειακής
πρωτοβουλίας του ΝΑΤΟ,[xxiii]
αλλά και όσον αφορά στην πολυμερή λειτουργία της ΔτΒ.[xxiv] Επιπλέον, η αποτυχία της ΕΕ να παρέμβει
αποτελεσματικά, αλλά και το χάσμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στα κράτη-μέλη,
σχετικά με τη συμμετοχή τους ή όχι στην «εκστρατεία» των ΗΠΑ στο Ιράκ,
επηρέασαν αρνητικά τη δυναμική της ΔτΒ,[xxv]
δημιουργώντας απογοήτευση στον αραβικό κόσμο για την αναξιοπιστία των ευρωπαίων
εταίρων τους.
Θα πρέπει να
τονιστεί, ότι οι αρχικές φιλοδοξίες των Ευρωπαίων να
ενσωματώσουν τους Μεσογειακούς τους εταίρους μέσω της οικονομικής και πολιτιστικής
τους ισχύος (soft power), ήρθαν
αντιμέτωπες με τη «σκληρή ισχύ» των HΠA, οι οποίες προωθούν την αναμόρφωση της
«ευρύτερης Mέσης Aνατολής» (Greater Middle East Initiative).[xxvi] Είναι σημαντικό να τονίσουμε τη δυσκολία στο
χειρισμό των θεμάτων ασφάλειας στη Μεσόγειο από τους ευρωπαίους, οι οποίοι
πρέπει να προβλέπουν τους κινδύνους, χωρίς όμως να ασκούν δραστική πολιτική,
αφού κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε ανησυχία στην αραβική κοινότητα. Παράλληλα,
κατηγορούνται για την αδράνειά τους να αναλάβουν ένα σημαντικό ρόλο στην
εξομάλυνση των προβλημάτων, κάτι που οδηγεί στην αύξηση του ανταγωνισμού για τους
εξοπλισμούς.[xxvii] Στην πραγματικότητα,
οι ευρωπαίοι μειονεκτούν, στο να αναλάβουν σημαντικό ρόλο στην διαχείριση της
ασφάλειας στην περιοχή, εξαιτίας της παρουσίας των ΗΠΑ και της άρνησης αυτών να
μοιραστούν τις πρωτοβουλίες που έχουν αναπτύξει, ιδιαίτερα στην ανατολική
Μεσόγειο, όπου το επίπεδο της αμερικανικής παρέμβασης έχει καταλυτικό ρόλο.[xxviii]
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη «Μεσογειακή Διάσταση» της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και
Άμυνας (ΕΠΑΑ). Η έμφαση που είχε
αποδοθεί έως το 2002 στην ανάπτυξη στρατιωτικών ικανοτήτων, πριν την πλήρη
θεσμική ενσωμάτωση στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας
(ΚΕΠΠΑ), οδήγησε αρκετά τμήματα των κοινωνιών των Μεσογειακών εταίρων σε
παρερμηνείες (misperceptions) και λανθασμένα συμπεράσματα για τους στόχους της ΕΠΑΑ. Όπως κατέγραψε
η σχετική μελέτη του Euro-Mediterranean Study Committee (EuroMeSCo), οι κατηγορίες, ότι η ΕΕ μοιράζεται το στρατηγικό σχέδιο του ΝΑΤΟ,
εστιάζοντας στην καταπολέμηση των ασύμμετρων απειλών και τον περιορισμό της
εξάπλωσης των όπλων μαζικής καταστροφής, δημιουργούν κίνδυνο, οι θετικές προσδοκίες των ευρωπαϊκών προσπαθειών
για ενίσχυση της συνεργασίας με τον αραβικό κόσμο να περάσουν στο περιθώριο, εν
όψει των νέων προτεραιοτήτων της διεθνούς ασφάλειας, για τις οποίες η ΕΠΑΑ
αποτελεί απλώς μια «βιτρίνα».[xxix]
Μία ισχυρή αμυντικά ΕΕ δεν συνεπάγεται τη δημιουργία μιας Ευρώπης
«φρούριο» (fortress).
Δεδομένου του χαμηλού επιπέδου πληροφόρησης για την ΕΠΑΑ στις χώρες του
Μεσογειακού Νότου, κρίθηκε απαραίτητο να επαναπροσδιοριστεί η εμπλοκή της ΕΕ
στον στρατηγικό χώρο της Μεσογείου, με ιδιαίτερη προσοχή στις ανησυχίες των
αραβικών χωρών λόγο της ενίσχυσης του Δυτικού ελέγχου. H ΕΠΑΑ διαθέτει τη δική της «Μεσογειακή
διάσταση», χάριν της πρωτοβουλίας που ανέλαβε η Ισπανική Προεδρία το Μάιο του
2002, την οποία υλοποίησε ουσιαστικά η Ελλάδα. Με πρωτοβουλία του Ελληνικού
Υπουργείου Εθνικής Άμυνας στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας της ΕΕ, οργανώθηκαν
σεμινάρια στη Ρόδο (1-2 Νοέμβρίου 2002) και στην (Κέρκυρα 9-10 Μαΐου 2003), κατά
τη διάρκεια της οποίας διασαφηνίστηκαν θέματα διαχείρισης κρίσεων και αμβλύνθηκαν
πιθανές παρερμηνείες, γεγονός που προήγαγε την περιφερειακή συνεργασία, με
τελικό στόχο την ευόδωση μιας συνεργατικής αντίληψης περί στρατηγικής
διακυβέρνησης στη Μεσόγειο.[xxx] Οι
περιφερειακές σχέσεις έπρεπε να τεθούν σε βάση τέτοια, ώστε να διαφυλαχθούν,
τόσο ο ήπιος και ανοικτός χαρακτήρας της ΕΠΑΑ, όσο και η ευρύτερη προσπάθεια
της ΕΕ για τον εκδημοκρατισμό και οικονομική αναβάθμιση των Μεσογειακών της
εταίρων.
Μετά τη Διεύρυνση: Από το Ηράκλειο στη
Χάγη
Η διεύρυνση της
ΕΕ προκάλεσε αισθήματα αποκλεισμού στην πλειοψηφία των Μεσογειακών εταίρων,
καθώς ερμηνεύτηκε, ως κίνδυνος μετατόπισης του πολιτικο-oικoνoμικού
ενδιαφέροντος της ΕΕ προς όφελος των κρατών, που πλέον καλούνται να συμμετέχουν
ισότιμα στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.[xxxi]
Η διεύρυνση, ωστόσο, απέδωσε ενισχυμένο ρόλο στη ΔτΒ, καθώς αποτελεί πλέον ένα
πολυμερές σχήμα περιφερειακής συνεργασίας, στο οποίο συμμετέχουν 33 συνολικά χώρες
(15 ΕΕ + 10 Νέα Μέλη ΕΕ + 8 Μεσογειακοί εταίροι). Πέραν της αλλαγής
«στρατοπέδου» της Μάλτας και της Κύπρου, που πλέον αποτελούν πλήρη μέλη της ΕΕ,
παρουσιάζονται νέα δεδομένα, τόσο λόγω
έλλειψης διαθέσιμων πόρων, αλλά κυρίως λόγω της έλλειψης κοινού ενδιαφέροντος
και αντίληψης για την αντιμετώπιση των περιφερειακών προκλήσεων. Αυτό κατέστη
εμφανές από την πρώτη στιγμή στην κομβική, λόγω διεύρυνσης, Ενδιάμεση Σύνοδο
της ΕΜΣ στο Ηράκλειο (25-27 Μαΐου 2003), παρότι τονίστηκε, πως η διεύρυνση της ΕΕ πρέπει να προσφέρει
νέες ευκαιρίες συνεργασίας στις εμπορικές σχέσεις και τις οικονομικές
μεταρρυθμίσεις των Μεσογειακών εταίρων.
Σε μια περίοδο
ιδιαιτέρως δύσκολη, κυρίως λόγω του πολέμου στο Ιράκ και της συνολικής επιδείνωσης
της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, η Ελληνική Προεδρία έθεσε ουσιαστικούς στόχους
για την πορεία της Διαδικασίας της Βαρκελώνης. Στη Σύνοδο της ΕΜΣ στο Ηράκλειο κατεγράφη η συντελεσθείσα
πρόοδος, ιδιαίτερα ως προς την εφαρμογή του «Σχεδίου Δράσης της Βαλένσια», και
δόθηκε ώθηση στην ολοκλήρωση του
πλέγματος των Συμφωνιών Σύνδεσης (Association Agreements), στο δια-πολιτισμικό διάλογο και στη συνεργασία στο επίπεδο της
κοινωνίας των πολιτών.[xxxii]
Σημαντική ήταν και η
πρωτοβουλία ένταξης της Ευρω-Μεσογειακής
Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης (ΕΜΚΣ), ως συμβουλευτικού οργάνου στη ΔτΒ,
με τη συμμετοχή εκπροσώπων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των Εθνικών
Κοινοβουλίων, ενδυναμώνοντας τη νομιμοποίηση και τη διαφάνεια στην ΕΜΣ, καθώς
έμμεσα πλέον θα εκπροσωπούνται όλοι οι πολίτες των χωρών που συμμετέχουν στη
ΔτΒ.[xxxiii]
Η Ιταλία
παρουσίασε το πρόγραμμα της Προεδρίας της σε ένα έγγραφο με τίτλο «Ευρώπη:
Πολίτες ενός Κοινού Ονείρου», στο οποίο η Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή κατείχαν
εξέχουσα θέση. Οι τρεις Μεσογειακές προτεραιότητες που η τέθηκαν στο πλαίσιο
της Ιταλικής Προεδρίας, ήταν η επόμενη μέρα στο Ιράκ, η διαδικασία του «Οδικού
Χάρτη» στη Μέση Ανατολή, και η ενίσχυση της ΔτΒ. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως τα
τρία νότια ευρωπαϊκά κράτη (Ισπανία, Ελλάδα, και Ιταλία), που σχεδόν διαδοχικά κατείχαν
την Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, απέδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στα θέματα
της Μεσογείου. Εντούτοις, η συμμετοχή της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας
στον πόλεμο του Ιράκ, άλλαξαν την παραδοσιακή στάση ενός σημαντικού μέρους της
νότιας Ευρώπης, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς, πως μαζί με
την Γαλλία και την Ελλάδα αποτελούν τους στυλοβάτες της Μεσογειακής διάστασης
εντός της ΕΕ. Για το λόγο αυτό άλλωστε, το θέμα του Ιράκ αντιμετωπίστηκε από
την Ιταλική Προεδρία, λιγότερο ως περιφερειακό στο πλαίσιο ΕΜΣ και περισσότερο
ως ευρωπαϊκό-διατλαντικό, καθώς εντάθηκαν και οι προσπάθειες για
επαναπροσέγγιση ΕΕ – ΗΠΑ, αλλά και μεταξύ των χωρών, που ο Ράμφσβελτ αποκάλεσε
«Παλαιά» και «Νέα» Ευρώπη.[xxxiv]
Κατά τη διάρκεια
της 6ης Ευρω-Μεσογειακής Διάσκεψης στη Νάπολη (2-3 Νοεμβρίου 2003),
διατυπώθηκε με έμφαση η ανάγκη για μια
αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Τέθηκαν, ως προτεραιότητες,
η ανάπτυξη ουσιαστικού διαλόγου και η διαμόρφωση αποτελεσματικής συνεργασίας
στο πλαίσιο της ΕΜΣ, καθώς και η επέκταση των πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στην
εξάλειψη των αιτιών της μετανάστευσης, όπως στο «Σχέδιο Δράσης» που συμφωνήθηκε
με το Μαρόκο. Ανάλογη επιβεβαίωση της πολιτικής βούλησης των εταίρων για
συνεργασία σε θέματα μετανάστευσης διατυπώθηκε και στη Σύνοδο της ΕΜΣ, στο
Δουβλίνο το Μάιο του 2004. Ωστόσο, παρά τις διακηρύξεις από έναρξης της ΔτΒ, η
συνεργασία σε θέματα μετανάστευσης, όχι μόνο δεν έχει περάσει στο στάδιο της
υλοποίησης, αλλά δεν έχει ουσιαστικά προχωρήσει στο στάδιο της διαμόρφωσης. Χαρακτηριστική είναι, άλλωστε, και η σχετική
αναφορά στην ΕΠΓ, όπου το σχετικό κεφάλαιο περιορίζεται να αναφερθεί σε
αόριστες ιδέες για συγκεκριμένες πτυχές της μετανάστευσης, και παρ όλα αυτά, με
πολλές επιφυλάξεις. Προφανώς, αυτό δεν οφείλεται μόνο στη δυσκολία της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής να διατυπώσει ολοκληρωμένες λύσεις, αλλά κυρίως στη
συνολική αδυναμία υιοθέτησης μιας κοινής προσέγγισης μεταξύ των μελών της ΕΕ
πάνω στο ζήτημα της μετανάστευσης.
Είναι
σημαντικό να αναφερθεί η εναρκτήρια σύνοδος της ΕΜΚΣ, που πραγματοποιήθηκε στην
Αθήνα (22-23 Μαρτίου 2004), σε συνέχεια των αποφάσεων που εγκρίθηκαν στη
Διάσκεψη της Νάπολης και στο 5ο Ευρω-Μεσογειακό Κοινοβουλευτικό
Φόρουμ (3 Δεκεμβρίου 2003), το οποίο απέκτησε αναβαθμισμένη θεσμική
διάσταση με τη μετατροπή του σε «Συνέλευση». Στις εργασίες συμμετείχαν επίσημοι εκπρόσωποι των κοινοβουλίων των μελών
της ΕΕ, των Μεσογειακών εταίρων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Παρευρέθηκαν,
επίσης, βουλευτές από άλλες υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ χώρες και από τα
Βαλκάνια, καθώς και εκπρόσωποι του Κοινοβουλίου της Λιβύης και της Μαυριτανίας,
όπως και εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών και ενώσεων. Η Συνέλευση υιοθέτησε
ομόφωνα «Σχέδιο Κανονισμού», θέτοντας, ως κύριους στόχους, την ενίσχυση της
περιφερειακής ασφάλειας, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την αναβάθμιση της
ΔτΒ με τη δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου έως το 2010, και την ενίσχυση του
δια-πολιτισμικού διαλόγου με σεβασμό στον πολιτισμό και τη διαφορετικότητα των
λαών.[xxxv]
Είναι, επίσης,
σημαντικό να τονιστεί, πως ένα ουσιαστικό στοιχείο της ΕΜΣ αποτελεί η κατάληξη
των διαπραγματεύσεων με τη Συρία τον Οκτώβριο του 2004, και η ολοκλήρωση του
πλέγματος των Συμφωνιών Σύνδεσης με τους Μεσογειακούς εταίρους.[xxxvi]
Κρίσιμο βήμα για τη δημιουργία της περιφερειακής ζώνης ελευθέρων συναλλαγών
(ΕΜΖΕΣ) αποτελεί και η ολοκλήρωση της Συμφωνίας του Agadir, στις 25 Φεβρουαρίου του 2004,
για την απελευθέρωση των οικονομικών συναλλαγών μεταξύ Ιορδανίας, Αιγύπτου,
Τυνησίας και Μαρόκου.[xxxvii]
Αυτή η συμφωνία αναμένεται να δημιουργήσει μια ισχυρή υπο-περιφερειακή αγορά,
παρέχοντας ελκυστικές ευκαιρίες για τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια.
Στην επόμενη
Σύνοδο της ΕΜΣ, που πραγματοποιήθηκε στο Δουβλίνο (5-6 Μαΐου του 2004), κατά τη
διάρκεια της Ιρλανδικής Προεδρίας της ΕΕ, η ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση
Ανατολή και η απεμπλοκή από το αδιέξοδο στο Ιράκ κατείχαν τις πρώτες θέσεις
στην ημερήσια διάταξη. Στο Δουβλίνο έγινε η επίσημη παρουσίαση της νέας ΕΠΓ (βλέπε αναλυτικά παρακάτω). Επιπλέον,
βάσει των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών (Δεκέμβριος 2003),
οι εταίροι επεξεργάσθηκαν το έγγραφο της Επιτροπής με τίτλο «Ευρωπαϊκή
Στρατηγική Συνεργασία με τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή», με στόχο την έναρξη
της συνεργασίας σε συμβουλευτικό επίπεδο μεταξύ των εταίρων, για την προώθηση
των περιφερειακών δράσεων.[xxxviii]
Στη βάση αυτή, η Ολλανδική Προεδρία, μετά από εκτενή διαδικασία διαβουλεύσεων,
δημοσίευσε ένα κείμενο για τη βελτίωση των μεθόδων εργασίας της ΕΜΣ, το οποίο
περιλαμβάνει την οργάνωση ad hoc ομάδων για την προετοιμασία
προτάσεων ενίσχυσης του αισθήματος κοινοκτημοσύνης (co-ownership) στη ΔτΒ, αποδίδοντας ενεργότερους ρόλους για τους
Μεσογειακούς εταίρους, καθώς και σημαντικές τεχνικές βελτιώσεις.[xxxix]
Η Ολλανδία,
παίρνοντας τη σκυτάλη από την Ιρλανδία στην Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ,
διοργάνωσε με επιτυχία μια ειδική συνάντηση της ΕΜΣ στη Χάγη (29-30 Νοεμβρίου),
με κύριο στόχο να προετοιμάσει την «επετειακή» Διάσκεψη για τα δέκα χρόνια από
την υπογραφή της ιδρυτικής διακήρυξης στη Βαρκελώνη, το 1995. Η Διάσκεψη στη
Χάγη, βεβαίως, χρησιμοποιήθηκε για να ενισχύσει η ΕΕ το ρόλο της στο
Παλαιστινιακό ζήτημα, το οποίο μετά το θάνατο του Γ. Αραφάτ μπήκε σε μια
κρίσιμη μεταβατική περίοδο. Οι Ευρωπαίοι εξέφρασαν την έμπρακτη συμπαράσταση
τους, προκειμένου να διοργανωθούν «δημοκρατικές και αξιόπιστες» εκλογές,
ανακοινώνοντας τη χορήγηση στην Παλαιστινιακή Αρχή βοήθειας ύψους 250 εκ. ευρώ.
Έμφαση δόθηκε και στο χρηματοδοτικό πρόγραμμα MEDA που μαζί με την Ευρωπαϊκή
Τράπεζα Επενδύσεων και το FEMIP (Facility for Euro-Mediterranean Investment and Partnership) παρέχουν πλέον περίπου
3 δις. ευρώ ετησίως με τη μορφή επιχορηγήσεων και δανείων στους Μεσογειακούς
εταίρους.
Στη Χάγη ελήφθη
και η τελική απόφαση για την ίδρυση του «Ευρω-Μεσογειακού Ιδρύματος Anna Lindh,
για το «Διάλογο μεταξύ των Πολιτισμών» (Anna Lindh Euro-Mediterranean Foundation for Dialogue between Cultures), με έδρα τη Βιβλιοθήκη
της Αλεξάνδρειας, στην Αίγυπτο και σε συνεργασία με το Σουηδικό Ινστιτούτο.
Αποφασίστηκε το νέο Ίδρυμα να ξεκινήσει επίσημα τις εργασίες του στις 20
Απριλίου του 2005,[xl] και
αναμένεται να συμβάλει καταλυτικά στην αναβάθμιση της ΔτΒ, στη βάση των
κατευθυντήριων αρχών για το δια-πολιτιστικό διάλογο, οι οποίες συμφωνήθηκαν
στην Ενδιάμεση Σύνοδο της ΕΜΣ στο Ηράκλειο.[xli] Η
οργάνωσή του, ως ένα «δίκτυο των δικτύων» με ελαφριά διοικητική δομή, θα
επιτρέψει έναν τακτικό διάλογο μεταξύ των πολιτιστικών κύκλων, έξω από τα
επίσημα διπλωματικά φόρουμ. Η έκθεση της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου (Groupe des
Sages) του Προέδρου της Επιτροπής κ. Prodi, που παρουσιάστηκε τον Οκτώβριο στην
Αλεξάνδρεια, βοήθησε να καθοριστούν σαφέστερα οι αρχές λειτουργίας του
ιδρύματος.[xlii]
Ιδιαίτερα
σημαντική μπορεί να χαρακτηριστεί η απόφαση, που ελήφθη στην ειδική συνάντηση
της ΕΜΣ στη Χάγη, να ανακηρυχθεί το 2005, ως «Έτος της Μεσογείου». Στο πλαίσιο
των «εορτασμών» αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί και μια έκτακτη σύνοδος της
ΕΜΚΣ, μετά την επιτυχή 2η Σύνοδο στο Κάιρο (12-15 Φεβρουαρίου 2005),
με συμμετοχές από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα Κοινοβούλια των χωρών της
ΕΜΣ.[xliii] Σε
ότι αφορά την ενίσχυση της «κοινωνίας των πολιτών», μετά τη συνεδρίαση που
πραγματοποιήθηκε στην Κύπρο το 2004 προγραμματίζεται μία ειδική συνάντηση, με
στόχο τη σύσταση μιας «Ευρω-Μεσογειακής Μη Κυβερνητικής Πλατφόρμας». Τέλος, η
Ευρω-Μεσογειακή Διάσκεψη στο Λουξεμβούργο στις 30-31 Μαϊου επέτρεψε στους
Υπουργούς Εξωτερικών της ΕΜΣ να αξιολογήσουν τι έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα και
να συζητήσουν τις κατευθυντήριες οδηγίες για το μέλλον της ΔτΒ (οικονομικές
μεταρρυθμίσεις, εκπαίδευση και ανθρώπινα δικαιώματα/εκδημοκρατισμός),
προετοιμάζοντας ουσιαστικά τη Σύνοδο Κορυφής (Βαρκελώνη, 27-28 Νοεμβρίου 2005).[xliv]
2005: Βαρκελώνη +10
Η επετειακή
Διάσκεψη για τα δέκα χρόνια της ΕΜΣ (Barcelona +10), που πραγματοποιήθηκε στην ομώνυμη πόλη της
Καταλονίας, θα μπορούσε να οδηγήσει στην ενίσχυση και την επαναδρομολόγηση της
ΔτΒ, καθώς προσέφερε τη μοναδική ευκαιρία να συναντηθούν για πρώτη φορά οι
αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων της ΕΕ με τους Μεσογειακούς ομολόγούς τους. Αυτή
η συγκυρία προσέδωσε ένα συμβολικό χαρακτήρα στη συνάντηση, δεδομένου ότι η ΕΕ
πραγματοποιεί συναντήσεις κορυφής με σχεδόν όλες τις μεγάλες χώρες ή με ομάδες
χωρών ανά περιοχή, εκτός από τις Μεσογειακές. Δυστυχώς όμως, τα αποτελέσματα
αυτής της Διάσκεψης δεν ανταποκρίθηκαν
στις αυξημένες προσδοκίες. Η αλήθεια είναι, πως πριν
καν ξεκινήσει η Διάσκεψη, οι οιωνοί δεν ήταν
καθόλου καλοί. Ενώ οι ηγέτες των χωρών της ΕΕ, όπως και εκπρόσωποι της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Eυρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των υποψηφίων προς ένταξη
χωρών Bουλγαρίας, Pουμανίας και Kροατίας, και τριών παρατηρητών (Aραβικού Συνδέσμου,
Λιβύης και Mαυριτανίας) είχαν συρρεύσει στη
Βαρκελώνη, απουσίαζαν όλοι σχεδόν οι Μεσογειακοί τους εταίροι (εξαίρεση
αποτέλεσαν η Τουρκία και η Παλαιστινιακή Αρχή). Τελικά,
κατόπιν επίπονων προσπαθειών σώθηκαν τα προσχήματα καθώς, οι υπόλοιποι
οχτώ Μεσογειακοί εταίροι εκπροσωπήθηκαν από υπουργούς και αντιπροσώπους.
Τα κύρια θέματα
στις διεργασίες στη Βαρκελώνη ήταν η τρομοκρατία και η ανεξέλεγκτη μετανάστευση
προς τις χώρες της ΕΕ, ωστόσο και στα δύο, οι εταίροι αρνήθηκαν να μιλήσουν
ειλικρινά και να παρουσιάσουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Μόνο οι
άραβες εταίροι, υπογράμμισαν (δικαίως) την αντίφαση ανάμεσα στις απαιτήσεις των
Eυρωπαίων για μεγαλύτερη ελευθερία στη διακίνηση των εμπορευμάτων (στη Μεσόγειο)
και αυξανόμενους περιορισμούς στην κυκλοφορία των προσώπων (στην Ευρώπη). Ενώ
δεν έγινε κανένας ουσιώδης απολογισμός για τα 10 χρόνια της ΔτΒ, σημαντικές
επιπλοκές δημιούργησε ο καθορισμός της έννοιας της τρομοκρατίας. «Είναι
ουσιώδες να διαφοροποιηθεί η τρομοκρατία από την πάλη εναντίον της ξένης
κατοχής και την πάλη για την αυτοδιάθεση των λαών», υπογράμμιζε μνημόνιο που
έθεσε σε κυκλοφορία στη διάσκεψη η αντιπροσωπεία της Aλγερίας. Στο επίμαχο θέμα
του «Κώδικα Αντιτρομοκρατικής Συμπεριφοράς», παρότι και οι Ισραηλινοί και οι
Παλαιστίνιοι τον υποστήριξαν, η σύμπτωση αυτή επιτεύχθη αφού δεν συμφωνήθηκε
ένας ορισμός για την τρομοκρατία. Επομένως, δεν ξεκαθαρίστηκε, εάν ο κανόνας
μπορεί να εφαρμοστεί ή όχι σε οργανώσεις σαν τη Χαμάς ή στις επιλεκτικές τρομοκρατικές
επιθέσεις του Ισραήλ. Επίσης, έπρεπε να αποσυρθούν και ορισμένες παράγραφοι που
αποτελούσαν πηγή διαφωνίας ανάμεσα στους εταίρους, όπως η αναφορά στα ισραηλινά
σύνορα του 1967 και το «δικαίωμα αντίστασης κατά κατοχικών δυνάμεων» (αναφορά
που την ήθελαν οι άραβες). Οι απαλείψεις αυτές επέτρεψαν την υιοθέτηση του
Κώδικα, αλλά το πρόβλημα δεν κατάφερε να επιλυθεί σε επίπεδο κοινής δήλωσης,
που αντικαταστάθηκε από μία γενική Δήλωση της Προεδρίας. Όπως εξήγησε ο
Gianfranco Fini, ο επιτευχθείς την ύστατη ώρα συμβιβασμός απέτρεψε «μια
αποτυχία στα μάτια του κόσμου», ενώ η Δήλωση της Προεδρίας Blair-Zapatero
τελικά «έσώσε τα προσχήματα». Η «έσχατη διαφυγή» μιας
Δήλωσης της Προεδρίας, την οποία ούτε καν συνυπέγραψαν οι εταίροι που
συμμετείχαν, αν και συμφώνησαν γενικά στο περιεχόμενό της, δεν μπορεί να
θεωρηθεί ιδιαίτερη επιτυχία, τουλάχιστον για μια «επετειακή» Διάσκεψη.
Στη Βαρκελώνη υιοθετήθηκε και το «Πενταετές Πρόγραμμα Εργασίας» της ΔτΒ, το οποίο αφορά την ειρήνη, σταθερότητα, ασφάλεια, καλή γειτονία, δημοκρατία, αειφόρο ανάπτυξη, οικονομική ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις, εκπαίδευση, πολιτισμικές ανταλλαγές, καθώς και θέματα μετανάστευσης και κοινωνικής επανένταξης.[xlv] Το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε είναι γενικού περιεχομένου, και μοιάζει περισσότερο με ευχολόγιο, παρά με ανάληψη συγκεκριμένων ενεργειών ώστε να καλύψουν οι οικονομίες των χωρών του Νότου το μεγάλο χάσμα με τις οικονομίες της ΕΕ.[xlvi] Σε ότι αφορά το δεύτερο πυλώνα της ΕΜΣ, επιβεβαιώθηκε η δημιουργία της ΕΜΖΕΣ, το 2010, όπως και οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις της ΕΕ υπέρ των Μεσογειακών εταίρων, που θα οριστικοποιηθούν με την ολοκλήρωση της συζήτησης επί των δημοσιονομικών προοπτικών της ΕΕ. Η πρόταση δημιουργίας μιας περιφερειακής αναπτυξιακής τράπεζας, κάτι που επιθυμούν διακαώς στο Νότο, θα οριστικοποιηθεί με την απόφαση της Συνόδου Κορυφής το Δεκέμβριο του 2006. Τέλος, σε ότι αφορά τον τρίτο πυλώνα της ΕΜΣ, η σημαντικότερη εξέλιξη στο πλαίσιο της Βαρκελώνης +10, ήταν η συνάντηση στη Mallorca για την προώθηση της πρωτοβουλίας «Συμμαχία των Πολιτισμών» και την καταπολέμηση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.
Η Διάσκεψη στη
Βαρκελώνη φιλοδοξούσε να αποτελέσει «μία ευκαιρία περίσκεψης για τα επιτεύγματα
και τις ελλείψεις αυτής της Διαδικασίας κατά την πρώτη δεκαετία της, αλλά και
να γεννηθεί μία δέσμευση για το μέλλον»[xlvii].
Σε μια τέτοια Διάσκεψη θα μπορούσαν να προκύψουν σοβαρές δεσμεύσεις μεταξύ των
εταίρων, ακόμη και επανεξέταση της «παγωμένης» από το 2000 Ευρω-Μεσογειακής
Χάρτας. Ωστόσο τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι, καθώς η επετειακή Διάσκεψη δεν
αποτέλεσε μία απόδειξη «διαύγειας και γενναιότητας» για την ποιοτική εξέλιξη
των περιφερειακών σχέσεων. Συνολικά, αν και στη Βαρκελώνη έγιναν σημαντικές και
πολιτικά δεσμευτικές ανακοινώσεις, ο τελικός απολογισμός δεν μπορεί να
χαρακτηριστεί ικανοποιητικός, ούτε ως προς τις προσδοκίες που δημιούργησε η
«επέτειος» των δέκα ετών της ΔτΒ, ούτε ως προς τις ανάγκες της περιφερειακής
συνεργασίας.
Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας
Στη Σύνοδο της
ΕΜΣ στο Δουβλίνο το Μάιο του 2004 έγινε η πρώτη επίσημη παρουσίαση της ΕΠΓ,
προτείνοντας τη συμμετοχή των Μεσογειακών της εταίρων στη νέα πρωτοβουλία. Όπως
δήλωσε ο κ. Gόnter Verheugen, αρμόδιος Επίτροπος για τη Διεύρυνση και την
Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας: «Σήμερα προτείνουμε την ενίσχυση των δεσμών που
μας συνδέουν, με αυτές τις χώρες-εταίρους, μέσω μιας σειράς νέων μορφών
συνεργασίας και βοήθειας. Αυτό που θέλουμε είναι να τους δώσουμε ένα πραγματικό
μερίδιο στη διευρυμένη ΕΕ, έτσι ώστε να μπορέσουν και αυτοί να αναπτυχθούν και
να ευημερήσουν. Η Ευρώπη, ως σύνολο, έχει κάθε συμφέρον να περιβάλλεται από
καλά διακυβερνούμενες χώρες, οι οποίες προσφέρουν νέες προοπτικές για τη
δημοκρατία και την οικονομική ανάπτυξη». Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε αρχικά
έκπληξη και στη συνέχεια ανησυχία μεταξύ των Μεσογειακών εταίρων. Τα ερωτήματα,
που γέννησε, αφορούν το αν αυτή η πολιτική θα αντικαταστήσει την ΕΜΣ, αν θα
συνυπάρξουν οι δύο πολιτικές (για τις ίδιες χώρες) και, τελικά, ποια θα είναι η
σχέση τους.
Η ΕΠΓ είχε
αρχικά παρουσιαστεί στο κείμενο που δημοσιοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τίτλο
«Ευρύτερη Ευρώπη – Νέα Γειτονία: Το Νέο Πλαίσιο για τις Σχέσεις με τους
Ανατολικούς και Νότιους Γείτονες»[xlviii],
το οποίο ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Οκτώβριο του ίδιου έτους,[xlix] έδωσε
ουσιαστικά την ευκαιρία στις όμορες προς την ΕΕ χώρες, να επεκτείνουν την
οικονομική τους συνεργασία, προχωρώντας μακροπρόθεσμα ακόμη και κατά το πρότυπο
της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.[l] Το
πλέον σημαντικό στοιχείο στη νέα ΕΠΓ αποτελούν τα «Σχέδια Δράσης» (Action Plans), τα οποία ρυθμίζουν το
επίπεδο της συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και των χωρών που προβλέπει η ΕΠΓ.[li] Τα
Σχέδια Δράσης ομοιάζουν με τα ισχύοντα «Έγγραφα Στρατηγικής για Χώρες» (Country Strategy Papers), καθώς βασίζονται
στην προσήλωση σε κοινές αξίες, όπως ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των
μειονοτήτων και του κράτος δικαίου, αλλά και «κοινές πρακτικές», όπως η χρηστή
διακυβέρνηση, οι σχέσεις καλής γειτονίας, η φιλελεύθερη οικονομία και η
αειφόρος ανάπτυξη.[lii] Για
τις πρόθυμες χώρες που θα αποδεχθούν και θα καταφέρουν να τηρήσουν τους όρους
της, η ΕΕ θα προσφέρει άμεση χρηματοδοτική και τεχνική υποστήριξη. Σε αντίθετη
περίπτωση, βέβαια, η υποστήριξη της ΕΕ προφανώς δε θα είναι ένθερμη.
Στην ΕΜΣ, αλλά
και σε άλλα πλαίσια των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ, η χρηματοδοτική βοήθεια και
η στενότερη οικονομική συνεργασία αποτελούν μοχλούς πίεσης για την προώθηση
μεταρρυθμίσεων πολιτικού περιεχομένου.[liii] Αν
και είναι ακόμη εξαιρετικά νωρίς, η ΕΠΓ θα πρέπει να εξεταστεί αναφορικά με τις
άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές, όπως αυτή της προώθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
του εκδημοκρατισμού, των πολιτικών πρόληψης των συγκρούσεων σε τρίτες χώρες,
αλλά και συνολικά της δεσπόζουσας θέσης των στοιχείων αυτών στο νέο πια
ισοζύγιο της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ. Ερωτηματικά συνοδεύουν, το πώς θα
καταφέρει η ΕΕ να συνδυάσει τη μαζική αύξηση των εταίρων της με τη σχετικά
μικρή ικανότητά που διαθέτει, στο να προωθεί μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις σε
τρίτες χώρες.[liv]
Η ΕΠΓ
υποτίθεται, πως θα ενθαρρύνει με την περαιτέρω ανάπτυξη διαφόρων μορφών
διασυνοριακής συνεργασίας, τα περιφερειακά σχήματα και τις υπο-περιφερειακές
πρωτοβουλίες συνεργασίας, όπως το Συμβούλιο Οικονομικής Συνεργασία της Μαύρης
Θάλασσας (BSEC), τη
Συμφωνία του Agadir, την Αραβική Ένωση του Μαγκρέμπ (AMU), και την ΕΜΣ. Η ΕΠΓ υποτίθεται,
επίσης, πως θα ενθαρρύνει τους συμμετέχοντες να εκμεταλλευθούν πλήρως τα οφέλη
της ΕΜΣ, μέσω της ανάπτυξης υποδομών, διασυνδέσεων και δικτύων, ιδίως στον
τομέα της ενέργειας, καθώς και να αναπτύξουν νέες μορφές συνεργασίας με τους
γείτονές τους. Το πώς θα επιτευχθεί αυτό, εντούτοις, δεν έχει ακόμη εξηγηθεί
επαρκώς από την Επιτροπή.[lv]
Θεωρείται βέβαιο όμως, πως η ισχυρή «διμερής λογική», που διαπνέει την ΕΠΓ ,δεν
θα επιτρέψει στην «περιφερειακή» ΔτΒ να παραμείνει το ίδιο σημαντική, αν και
(για την ώρα) η ΕΠΓ θα εφαρμοστεί μέσω των Ευρω-Μεσογειακών Συμφωνιών Σύνδεσης.
Αυτό σημαίνει, ότι η διαχείριση των σχέσεων της ΕΕ με τις χώρες της περιοχής θα
παραμείνει στη Γενική Διεύθυνση για τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, αλλά δεν
είναι απίθανο στο μέλλον, στα πλαίσια της ΕΠΓ η Διεύθυνση να λειτουργήσει στην
ουσία σε διμερές επίπεδο, μέσω των νέων συμφωνιών που θα συναφθούν. Σε ότι
αφορά την παροχή χρηματοδοτικής βοήθειας, αυτή θα συνεχίσει να παρέχεται από το
MEDA και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ενώ από το 2007 θα συμπληρωθεί με
ένα νέο χρηματοδοτικό μέσο για την ΕΠΓ, το European Neighborhood and Partnership Instrument (ENPI).
ΕΜΣ versus. ΕΠΓ
Η εξέλιξη των
Ευρω-Μεσογειακών σχέσεων, μετά την εμφάνιση της ΕΠΓ δημιουργεί αρκετά
ερωτήματα, όπως το εάν η νέα ΕΠΓ θα επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους της στη
Μεσόγειο, τι παραπάνω (από την ΕΜΣ) θα μπορέσει να προσφέρει στην (αν)οικοδόμηση
δημοκρατικών δομών στις αραβικές χώρες η ΕΠΓ, και ποια θα είναι εν τέλει η
«συμβίωση» των δύο αυτών πολιτικών. Ερωτηματικά υπάρχουν για τις επιλογές της
ΕΕ στην προώθηση του εκδημοκρατισμού και της χρηστής διακυβέρνησης μέσω της
ΕΠΓ, δεδομένων των εντάσεων, που προκύπτουν στην ΕΜΣ από τις διιστάμενες αντιλήψεις
ευρωπαίων και αράβων εταίρων, για το τι πράγματι αποτελεί χρηστή πολιτεία. Η ΕΠΓ είναι πράγματι πιο συστηματική από την ΕΜΣ,
αν και ο τρόπος με τον οποίο θέλει να δημιουργήσει μια «κοινότητα αξιών», την
καθιστά ίσως την πιο αλαζονική πολιτική, που έχει επινοηθεί μέχρι στιγμής από
την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Παρότι η συμφωνία για σεβασμό στη δημοκρατία, τα
ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, είναι πολιτικά και όχι νομικά
δεσμευτική και στις δύο πολιτικές, εντούτοις, η προσέγγιση της ΕΕ στην ΕΠΓ
είναι περισσότερο αυστηρή. Στην ΕΜΣ, η ΕΕ βασισμένη στο παράδειγμα του Ελσίνκι
εισάγει τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, ως
στόχους που πρέπει να επιτευχθούν, ενώ στην ΕΠΓ τους θεωρεί δεδομένους.
Προχωρώντας τουλάχιστον ένα βήμα πιο μπροστά από την υπάρχουσα προβληματική στις
περιφερειακές σχέσεις, στην ΕΠΓ η ΕΕ δεν πρόκειται να διαπραγματευθεί για την
«κοινή βάση» (common ground),
όπως κάνει στην ΕΜΣ,[lvi]
αλλά για το πόσο εκτεταμένα θα εφαρμοστούν οι στόχοι που τίθενται, έτσι ώστε να
διευκρινιστεί το επίπεδο και η προοπτική συνεργασίας της κάθε χώρας ξεχωριστά.
Ερωτηματικά
υπάρχουν για το «ήθος» της
συνεργασίας και την ευελιξία των ευρωπαϊκών πολιτικών σχετικά με τις
προτιμητέες στρατηγικές εφαρμογής και ελέγχου των κοινών δεσμεύσεων. Παρά τα
μέχρι σήμερα αποθαρρυντικά αποτελέσματα στη ΔτΒ,[lvii] η
ΕΠΓ υπόσχεται αυστηρή και άμεση εφαρμογή της αιρεσιμότητας στους διαθέσιμους
πόρους (negative conditionality).
Αυτή η πιο άκαμπτη πολιτική, εντούτοις, θα πρέπει να εφαρμοστεί στους
Μεσογειακούς εταίρους με μια σχετική ευελιξία (positive conditionality).[lviii]
Σε κάθε περίπτωση, οι μέθοδοι για την προώθηση του εκδημοκρατισμού δεν θα
πρέπει να αναπαράγουν απλώς τα πρότυπα που έχουν εφαρμοστεί αλλού, ενώ πρέπει
απαραίτητα να ενισχύσουν όλους τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία κοινωνικής και
δημοκρατικής αλλαγής, ανεξάρτητα από το, αν προέρχονται από το Ισλάμ ή τα
κοσμικά καθεστώτα που ενδημούν στην περιοχή.[lix]
Χωρίς μια τέτοια προσέγγιση, η πίεση που ασκείται από την ΕΕ, δεν είναι
αξιόπιστη στις αραβικές και μουσουλμανικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών,
τους πραγματικούς στυλοβάτες της περιφερειακής διαδικασίας εκδημοκρατισμού και
κοινωνικής προόδου.
Ερωτηματικά,
επίσης, υπάρχουν για το ποια θα είναι η συμβίωση των δύο πολιτικών. Μια
«καινοτομία» της ΕΠΓ σε σχέση με την ΕΜΣ συνίσταται, στο ότι ο εκδημοκρατισμός
και οι μεταρρυθμίσεις δεν προωθούνται συνολικά, σε περιφερειακό επίπεδο, αλλά
διμερώς.[lx] Αυτή
η προσέγγιση ενδέχεται να δημιουργήσει απρόβλεπτες καταστάσεις, καθώς κάθε χώρα
μπορεί να θέτει τους δικούς της όρους στην ΕΕ, πολλές φορές σε συνάρτηση αυτών
που έχει συμφωνήσει η ΕΕ με τις ανταγωνιστικές χώρες, και φυσικά το Ισραήλ.
Κάποιες ίσως αποφασίσουν να καταβάλουν το ελάχιστο αντίτιμο, για να πετύχουν
αυτό που επιζητούν, ελαχιστοποιώντας τις δεσμεύσεις, ενώ άλλες ίσως μπουν σε
χρονοβόρες, εξουθενωτικές και αμφιβόλου αποτελέσματος διαπραγματεύσεις.
Η
«φιλελευθεροποίηση» των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ με την εμφάνιση της ΕΠΓ[lxi] αναμένεται να είναι
καθοριστική για την ΔτΒ, καθώς αρκετοί Μεσογειακοί εταίροι αναζητούν
διαφορετικά επίπεδα πολιτικής και οικονομικής δέσμευσης με τον ευρωπαϊκό
πυρήνα. Αν τελικά η ιδιαίτερα φιλόδοξη ΕΠΓ διατηρηθεί ως δομή και πολιτικό
κεκτημένο, ενισχύοντας τη «διμερή λογική» στις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ, τότε
η ΔτΒ είναι βέβαιο, ότι θα εξασθενίσει και θα περιθωριοποιηθεί. Το σενάριο αυτό
μπορεί να είναι υπερβολικά απαισιόδοξο, δεν είναι όμως απίθανο, εφόσον η ΕΠΓ
αρχίσει να λειτουργεί και να αποδίδει απτά αποτελέσματα. Δεν αποκλείεται
μάλιστα να υπάρξει επιστροφή σε μια αμιγώς αραβική προσέγγιση της ΕΕ, κατά το
πρότυπο του Ευρω-Αραβικού Διαλόγου της δεκαετίας του ’70, καθώς κάτι τέτοιο
υπαινίσσεται και το «Κείμενο Σολάνα» για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια. Στην πράξη,
βέβαια, ένα τέτοιο εγχείρημα θα χρειαστεί μια λιγότερο αποσπασματική και ρηχή
προσέγγιση από αυτήν που παρατίθεται στο κείμενο της Επιτροπής για την
«Ευρωπαϊκή Στρατηγική Συνεργασία με τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή»[lxii]
και σίγουρα μια περισσότερο συνεκτική στάση ανάμεσα στα 25, πλέον, μέλη της ΕΕ
και τις εντεινόμενες διατλαντικές πρωτοβουλίες στην περιοχή[lxiii].
Ενδεχομένως η
ΕΠΓ να έχει προστιθέμενη αξία, εξαιτίας της πιο επικεντρωμένης προσέγγισης και
των δυνατοτήτων που προσφέρει για υψηλότερα επίπεδα οικονομικής συνεργασίας,
διαθέσιμων πόρων και κοινοτικής υποστήριξης. Πιθανότατα η προσφορά καλύτερα
προσαρμοσμένων διμερών «πακέτων» να οδηγήσει γρηγορότερα κάποιους Μεσογειακούς
εταίρους σε κάποιες μεταρρυθμίσεις. Βέβαια, οι σποραδικές εθνικές
μεταρρυθμίσεις δεν εξαλείφουν την ανάγκη για μια συνολική προσέγγιση των
προβλημάτων στην περιοχή. Αν και η ΕΠΓ φαίνεται ικανότερη της ΕΜΣ στην προώθηση
μεταρρυθμίσεων σε συγκεκριμένα κράτη της περιοχής, σίγουρα δεν αποτελεί
πανάκεια για τα κοινά περιφερειακά προβλήματα σταθερότητας, ασφάλειας και
ανάπτυξης. Οι αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις πιθανότατα θα παράγουν αντίστοιχα αποτελέσματα
και έτσι η ανάγκη για μια συστηματική προσέγγιση όλων των προκλήσεων του
Ευρω-Μεσογειακού συστήματος θα επανέλθει.
Αποτίμηση και Προοπτικές των
Ευρω-Μεσογειακών Σχέσεων
Η Ευρω-Μεσογειακή Διάσκεψη του 1995 υπήρξε η πιο ξεκάθαρη προσπάθεια να αποφευχθεί η αντικατάσταση του Τείχους του Βερολίνου, από ένα άλλο «τείχος» που η ανισότητα, οι παρερμηνίες και οι εντάσεις διαφόρων ειδών απειλούσαν να οικοδομήσουν ανάμεσα στην ΕΕ και τον αραβικό κόσμο της Μεσογείου. Μια ανομολόγητη, αλλά εμφανής πλευρά της πρωτοβουλίας το 1995 ήταν η προσπάθεια Γαλλίας και Ισπανίας να εξισορροπήσουν τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της EΕ λόγω της διεύρυνσης, ενισχύοντας τη μεσογειακή της διάσταση. Ωστόσο, η ΕΜΣ «είδε το φως» εκμεταλλευόμενη τη χαραμάδα ενός μισανοιγμένου παραθύρου ευκαιριών που λίγο μετά ξανάκλεισε. Η επιτυχής εξέλιξη της Διαδικασίας του Όσλο είχε δημιουργήσει πολλές ελπίδες για μια σταθερή ειρήνη μεταξύ Iσραήλ και Παλαιστινίων, ενώ η παγκόσμια οικονομία βρισκόταν στο ζενίθ της, κατά τη «χρυσή δεκαετία» του ’90. Ωστόσο, ήρθαν πιο δύσκολοι καιροί, από την επιδείνωση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή και την εσωστρέφεια που έχει προκαλέσει η πρόσφατη μαζική διεύρυνση της ΕΕ. Αντί η ΔτΒ να συμβάλλει θετικά στον τερματισμό της αραβο-ισραηλινής διαμάχης, οι αρνητικές εξελίξεις στο Παλαιστινιακό ζήτημα έχουν επηρεάσει τη δεκαετή της εξέλιξη. Επιπλέον, ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου έχει εντείνει τα φαινόμενα βίας στην περιοχή, με αποτέλεσμα, η Ευρω-Μεσογειακή Χάρτα για την ειρήνη και την σταθερότητα που προωθεί η ΕΕ να εξακολουθεί να αποτελεί «κενό γράμμα».
Τα αποτελέσματα στον δεύτερο
πυλώνα της ΔτΒ είναι εξίσου συγκεχυµένα, ενώ οι ανισότητες μεταξύ των εταίρων
τείνουν αυξητικά. Δεν πρέπει να παραβλέπεται, άλλωστε, και το γεγονός, ότι οι
περισσότεροι άραβες ηγέτες «μποϋκοτάρισαν» την επετειακή Σύνοδο για τα δέκα
χρόνια της ΔτΒ, θέλοντας να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους για τα απογοητευτικά
οικονομικά αποτελέσματα της συνεργασίας τους με την Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, το
γεγονός αυτό δεν οφείλεται σε έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους της ΕΕ, καθώς
περίπου 3 εκατ. Ευρώ το χρόνο κατευθύνονται στην περιοχή µέσω των ενισχύσεων
του MEDA και των δανείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Ωστόσο, από
έναρξης της ΔτΒ, το χάσμα μεταξύ Βορρά-Νότου στην Μεσόγειο διευρύνεται αντί να
περιορίζεται. Τη δεκαετία που πέρασε το μέσο κατά
κεφαλήν εισόδημα στην EE ανήλθε από 20.000 σε 30.000 $, ενώ στις χώρες του
Νότου παρέμεινε στάσιμο (περίπου 5.000$). Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή
βοήθεια δεν είχε σαν αποτέλεσμα την προσέλκυση άμεσων επενδύσεων, ενώ η ΕΜΖΕΣ
αντιμετωπίζει μεγάλη κριτική, επειδή η απελευθέρωση των ανταλλαγών περιορίζεται
μόνο στα βιομηχανικά προϊόντα. Οι πιο οξείες εκδηλώσεις και την ίδια στιγμή και
αιτίες της περιφερειακής στασιμότητας είναι το χαμηλό επίπεδο άμεσων ξένων
επενδύσεων και οι φτωχές «οριζόντιες» εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των
Μεσογειακών εταίρων (μόλις το 15% του συνολικού τους εμπορίου).
Η πρώτη δεκαετία της ΔτΒ θα έπρεπε να είχε οδηγήσει στις
απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στις Μεσογειακές χώρες για την οικονομική και
πολιτική φιλελευθεροποίηση τους. Ο απολογισμός προς αυτή την κατεύθυνση είναι
απογοητευτικός. Η πλειοψηφία των εταίρων δεν έχει ακόμη αποκτήσει τα απαραίτητα
νομικά και διοικητικά πλαίσια ώστε να προσελκύουν άμεσες ξένες επενδύσεις, ενώ
η δημοκρατική συμμετοχή στην πολιτική ζωή υπόκειται σε αδικαιολόγητους
περιορισμούς. Αδύναμες να βρουν ελεύθερα μέσα επικοινωνίας και έκφρασης, οι
δυνάμεις (της αλλαγής) που απαιτούν ισότιμη συμμετοχή δημιουργούν κοινωνικό-πολιτικές
εντάσεις και τροφοδοτούν τα μεταναστευτικά κύματα. Η μετανάστευση και τα
ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν τα κυρίαρχα θέματα στον τρίτο πυλώνα της ΕΜΣ. Εδώ
συνυπάρχουν οι φόβοι των Ευρωπαίων για ανεξέλεκτη εισροή και η Αραβική ανυσηχία
για την περιφρούρηση της περιμέτρου του Schengen και την μεταχείριση των
ομοεθνών τους. Ωστόσο το θέμα έχει απλά «πιστοποιηθεί» στη Διακήρυξη της
Βαρκελώνης το 1995 και έκτοτε είναι απουσιάζει από τις Συμφωνίες Σύνδεσης, που ολοκληρώθηκαν
το 2004. Στα δέκα χρόνια της ΔτΒ, η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
συνεχίζεται αμείωτη στις συνδεδεμένες χώρες, ενώ η ΕΕ παραλείπει όλο και
περισσότερο να ανταποκριθεί στις διεθνείς της υποχρεώσεις, συγκεκριμένα στην
απόκρισή της στην παράνομη μετανάστευση. Η πρόσφατη
«εισβολή» απελπισμένων μεταναστών στους ισπανικούς θύλακες του Mαρόκου (Θέουτα
και Mελίγια), ανέδειξε τις τρομακτικά αυξανόμενες διαστάσεις του προβλήματος. Επιπλέον,
η πίεση της ΕΕ προς τους Μεσογειακούς εταίρους της, να καταπολεμήσουν την
τρομοκρατία και να ελέγξουν την παράτυπη μετανάστευση, έχει οδηγήσει σε νέες
καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή. Επιπλέον, τα τραγικά
γεγονότα στο Γιβραλτάρ (το μεγαλύτερο υγρό
νεκροταφείο του κόσμου) αποτελούν ένα μόνο σκανδαλώδες παράδειγμα των
ελλειμμάτων της ΕΜΣ στον τομέα αυτό. Η ΕΕ θα πρέπει
να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις της, όχι μόνο διότι υπονομεύονται οι ευρωπαϊκές
αξίες, αλλά και επειδή διακυβεύεται και η αξιοπιστία της στην αντιμετώπιση των
καταπατήσεων από τα κατά κόρον καταπιεστικά καθεστώτα στο Νότο. Θα πρέπει να
διαχειριστεί το θέμα μέσα από την εδραίωση μιας συσχέτισης, ανάμεσα στις
μεταναστευτικές πολιτικές και στην περιφερειακή συνεργασία, ενώ θα πρέπει να υιοθετήσει
πολιτικές που θα βασίζονται, τόσο στην σταθερότητα των κοινωνιών υποδοχής, όσο
και στην ανάπτυξη των κοινωνιών προέλευσης.
Αν και έχει
καθυστερήσει η ενδεδειγμένη λύση για τη συστηματοποίηση της περιφερειακής
σταθερότητας, είναι σαφές, ότι η τελευταία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη
διαδικασία εκδημοκρατισμού. Η κυρίαρχη άποψη, ότι οι δημοκρατικές χώρες τείνουν
να επιλύουν τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα, καθιστά τη ΔτΒ καταλυτική για
το μέλλον της Μεσογείου. Η ιδέα της ενίσχυσης των δημοκρατικών θεσμών στο Νότο
δεν αποτελούσε εξ αρχής μέρος του σχεδίου της ΕΕ για την περιοχή, προστέθηκε
ωστόσο μετά από την επιμονή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και έτσι, πολλοί
εταίροι, ακόμα και Ευρωπαίοι, συνηγορούν υπέρ της κατάργησης του στόχου,
δίνοντας έμφαση στην περισσότερο μετριοπαθή χρηστή διακυβέρνηση (good
governance). Η προώθηση του στόχου αυτού περιπλέχθηκε ακόμη περισσότερο, μετά
από την αναγγελία της Ουάσιγκτον για την αλλαγή καθεστώτος, ως ένα από
τα βασικά κίνητρα της επέμβασης στο Ιράκ. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε τις υποψίες
και τις πολιτιστικές παρερμηνείες στη Μέση Ανατολή, ότι η προώθηση της
δημοκρατίας σημαίνει και την έξωθεν επιβολή μιας νέο-ηγεμονικής μορφής
διακυβέρνησης.
Αν και η ΔτΒ δεν έχει εμφανώς αποδώσει τα αναμενόμενα
στην οργάνωση ενός περιφερειακού καθεστώτος σταθερότητας και ασφάλειας,
εντούτοις, παραμένει το σημαντικότερο
σχήμα περιφερειακής συνεργασίας. Όμως, σε μια συνολική αποτίμηση της
ΔτΒ, μια δεκαετία μετά την έναρξή της, το βασικό ζητούμενο πρέπει να αφορά το
βαθμό, στον οποίο η «εταιρική σχέση» έχει αποδώσει απτά αποτελέσματα σε σύγκριση
με τους αρχικούς στόχους. Ενώ το πλαίσιο πολιτικής συνεργασίας (1ος
Πυλώνας) βελτιώθηκε, ωστόσο δεν κατάφερε να ανατρέψει την απροθυμία των
Μεσογειακών εταίρων να προχωρήσουν στις (όντως δύσκολες) μεταρρυθμίσεις που
τους ζητούνται.[lxiv] Παρά το γεγονός, ότι ο
στόχος της προώθησης του εκδημοκρατισμού[lxv] και
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[lxvi]
αποδείχτηκαν εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, η περιφερειακή συνεργασία και ο
ευρωπαϊκός παράγοντας στην περιοχή έχουν συνολικά ενισχυθεί. Η, έστω και περιορισμένη, ανάπτυξη της ΔτΒ (2ος και 3ος Πυλώνας)
έχει βοηθήσει στην εμπέδωση μιας περιφερειακής κουλτούρας συνεργασίας, ενώ η
Μεσογειακή διάσταση της ΕΠΑΑ έχει εξελιχθεί σε μια κρίσιμη περιφερειακή
στρατηγική παράμετρο.[lxvii]
Βέβαια, η αναζήτηση των σημείων θετικής εξέλιξης του συστήματος δεν
σημαίνει υποτίμηση των πραγματικών δυσκολιών, όπως για παράδειγμα, η αναγνώριση
των προβλημάτων που προκύπτουν από την παρατεταμένη κρίση στη Μέση Ανατολή, η
οποία περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες της ΕΜΣ να διαμορφώσει
ικανοποιητικές συνθήκες συνεργασίας, και η αδυναμία υπογραφής της Ευρω-Μεσογειακής
Χάρτας. Αναμφίβολα, μια μακρο-διαδικασία, όπως αυτή της Βαρκελώνης, δεν μπορεί
παρά να προχωρήσει με δοκιμασίες, λάθη και «πισωγυρίσματα». Δεν πρέπει, επίσης,
να ξεχνάμε, ότι ο σχεδιασμός, η λειτουργία και η αποτελεσματικότητα συστημάτων
διεθνούς συνεργασίας και συλλογικής διακυβέρνησης απαιτούν μέγιστη (και όχι
ελάχιστη) ικανότητα διακυβέρνησης. Στην ΕΜΣ τέτοια ικανότητα δεν υπάρχει, όχι
μόνο εξαιτίας της θεσμικής αδυναμίας αυτής καθεαυτής, αλλά κυρίως εξαιτίας της
έλλειψης πραγματικής πολιτικής διάθεσης - κυρίως στο Νότο - για χρήση των
υπαρχόντων θεσμικών ρυθμίσεων, που στοχεύουν στη διαχείριση των «κοινών» περιφερειακών
προκλήσεων.
Μετά από δέκα
χρόνια λειτουργίας της ΔτΒ, τα «φτωχά» επιτεύγματα και η αυξανόμενη αβεβαιότητα
επισκιάζουν τις προσδοκίες των εταίρων για το μέλλον της. Η έλλειψη ουσιαστικής
προόδου και πολλές φορές η στάση και οι πολιτικές της ΕΕ δημιούργησαν ένα κλίμα
δυσαρέσκειας και καχυποψίας εκ μέρους των μεσογειακών εταίρων οι οποίοι θεωρούν
ότι η ΕΕ χειρίζεται την ΕΜΣ προκειμένου να καταπολεμήσει την τρομοκρατία και
την παράνομη μετανάστευση, ενώ στην πραγματικότητα αδιαφορεί για την οικονομική
ανάπτυξη και την πρόοδο των εταίρων τής. Σε μια προσπάθεια υπέρβασης της
παρούσας κατάστασης στασιμότητας απαιτείται, αφενός η δημιουργία περισσότερων
και ποιοτικότερων δεσμών εμπιστοσύνης, ανεξάρτητα από τις παρούσες δυσκολίες
στη Μέση Ανατολή, και αφετέρου η ενίσχυση του σταθεροποιητικού ρόλου της ΕΕ στη
διαδικασία πολιτικο-οικονομικής μετάβασης του Νότου. Η ενίσχυση των δεσμών και
της πίστης σε ένα κοινό μέλλον αποδείχθηκαν καταλύτες στην επιτυχή
πολιτικο-οικονομική μετάβαση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, σε αντίθεση με
τα πενιχρά επιτεύγματα της ΔτΒ, η οποία δεν προβλέπει το ενδεχόμενο
«ενσωμάτωσης» στον ευρωπαϊκό πυρήνα. Η EΕ θα πρέπει, παράλληλα, να προσφέρει
στους Μεσογειακούς της εταίρους ένα ουσιαστικό πλαίσιο συνεργασίας για τον
προσδιορισμό, από τους ίδιους τους Μεσογειακούς εταίρους, των όρων εκκίνησης
των μεταρρυθμίσεων για την προσέλκυση
επενδύσεων, την ένταξη στο διεθνές οικονομικό σύστημα, και την
σταθερότητα της έννομης τάξης.
Ο πολυδιάστατος
χαρακτήρας της ΔτΒ, οι τρεις πυλώνες δράσης και τα διαφορετικά ενδιαφέροντα
ανάμεσα στους εταίρους έχουν οδηγήσει στην ευέλικτη ανάπτυξη της. Αυτή η
ευελιξία μπορεί να προσφέρει νέες προοπτικές συνεργασίας μεταξύ των μελών της,
στην βάση ενός μοντέλου ενισχυμένης συνεργασίας, και να βοηθήσει μια ομάδα
πρόθυμων εταίρων να προχωρήσουν γρηγορότερα σε κάποια από τις τρεις διαστάσεις
της συνεργασίας. Ενόψει της «ευέλικτης» ΕΠΓ, και εφόσον η ΕΜΣ δεν θέλει να
βιώσει την ίδια μοίρα με τους προκάτοχους της, την Ανανεωμένη (Renovated)
και τη Σφαιρική Μεσογειακή Πολιτική (Global), θα πρέπει να γίνει
χρήση της θετικής αιρεσιμότητας (positive conditionality). H εισαγωγή της ενισχυμένης/διαφοροποιημένης
συνεργασίας και ο μετασχηματισμός της αρνητικής αιρεσιμότητας σε θετική, θα
αφήσει το γενικό κεκτημένο της Βαρκελώνης άθικτο και, έτσι, αποδεκτό από όλα τα
μέλη.[lxviii]
Βέβαια, η εισαγωγή της θετικής αιρεσιμότητας υπαγορεύει και μια άλλη αντίληψη
πολιτικής εκ μέρους της ΕΕ προς τα διαφθαρμένα μεν, αλλά, κοσμικά και
φιλοδυτικά καθεστώτα στο Νότο. Άλλωστε, το να παραβλέπονται ή να
«δικαιολογούνται» οι συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και
των δημοκρατικών ελευθεριών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ασύμμετρες
απειλές και η παράνομη μετανάστευση, δεν αποτελεί ικανοποιητική πολιτική για να
προαχθεί η σταθερότητα και η ασφάλεια στην περιοχή.
Όπως και σε άλλα πλαίσια των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ, έτσι και στην ΕΜΣ, η περιφερειακή εμπορική συνεργασία και η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων είχαν αρχικά θεωρηθεί από την ΕΕ, ως ικανή συνθήκη για την ανάπτυξη πολιτικών δεσμών, ενώ η παροχή οικονομικής βοήθειας κρίθηκε επαρκές κίνητρο για την προαγωγή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Όμως η προσδοκία, ότι η ανάπτυξη του εμπορίου και των χρηματοδοτικών ροών θα ήταν ικανές από μόνες τους να συμβάλλουν στην επίλυση των συγκρούσεων, να εγγυηθούν την ειρήνη και τη σταθερότητα και πολύ περισσότερο, να μειώσουν την παράνομη μετανάστευση, σήμερα δεν ευσταθεί. Η αποκατάσταση της ειρήνης και της πολιτικής και της κοινωνικής σταθερότητας πρέπει να προηγηθεί, ή τουλάχιστον να βαδίσει παράλληλα με οποιαδήποτε απόπειρα οικονομικής συνεργασίας. Ταυτόχρονα, τα ευαίσθητα θέματα, που αρχικώς έμειναν εκτός του πλαισίου της ΔτΒ, πρέπει τώρα να αντιμετωπιστούν. Πιο συγκεκριμένα, τα θέματα που αφορούν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της παράνομης μετανάστευσης πρέπει να συμπεριληφθούν στην ημερήσια διάταξη, για την εξεύρεση κοινών ορισμών των φαινομένων και κοινών δράσεων. Παράλληλα, τα θέματα δικαιοσύνης, προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνίας των πολιτών δεν θα πρέπει να μείνουν στο περιθώριο της περιφερειακής συνεργασίας. Ο σεβασμός του κράτους δικαίου και της ελευθερίας έκφρασης και δράσης των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών θα αποδειχτούν ιδιαιτέρως σημαντικά, για την καταπολέμηση της ξενοφοβίας και την προστασία των δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων.
Η δεδηλωμένη υποστήριξη της
ΕΕ σε Μη Κυβερνητικούς Οργανισμούς στις Μεσογειακές χώρες, για τον σεβασμό των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη χρηστή
διακυβέρνηση, αν και αποτελεί πολιτική προς την σωστή κατεύθυνση, δεν είναι αρκετή.
Η ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών θα πρέπει να διευρυνθεί γεωγραφικά και
αριθμητικά, με αμεσότερη ανάμειξη των οργανώσεων στο Νότο στο ζήτημα των
«κοινών αντιλήψεων», ως πηγή παρερμηνειών και πιθανών ρήξεων, ενθαρρύνοντας τις
προσπάθειες σύγκλισης. Στο ίδιο πλαίσιο, περισσότερη και βαθύτερη ανάμειξη του
ακαδημαϊκού κόσμου από τη νότια όχθη της Μεσογείου, ιδίως μέσω των
Πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, και μέσω της ποιοτικής και ποσοτικής αύξησης του
«δημόσιου διάλογου» σε θέματα ΕΕ, μπορούν, επίσης, να οδηγήσουν σε αύξηση της
αναγνωρισιμότητας (visibility)
της ΕΜΣ και άλλων Ευρωπαϊκών πολιτικών (ιδιαίτερα της διεύρυνσης) από τους
Μεσογειακούς λαούς. Επίσης, περισσότερη ανάμειξη των κοινοβουλευτικών δομών και
αντιπροσώπων από τις δύο όχθες θα ενισχύσει τις ευκαιρίες για ανοιχτό διάλογο,
και ως εκ τούτου, τον εκδημοκρατισμό.
Απαραίτητη προϋπόθεση για
να επιτύχει η ΕΕ τη διακηρυγμένη φιλοδοξία της, να παρουσιαστεί ως μία πολιτεία
με αυτόνομη δράση στις διεθνείς σχέσεις, αποτελεί η αναγνώριση μεταξύ όλων των
μελών της, κοινών ενδιαφερόντων, φιλοδοξιών, και κυρίως, ενός νέου σχεδίου
ειρήνευσης στη βάση των αρχών που διέπουν την πολιτική της στο Μεσανατολικό
ζήτημα: την δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους και την εγγύηση της ασφάλειας του
κράτους του Ισραήλ. Παράλληλα με την υλοποίηση του «Οδικού Χάρτη», η ΕΕ θα
πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες για τη διαμόρφωση ενός συνολικού σχεδίου για την
ειρήνη στη Μέση Ανατολή και για τη συγκρότηση ενός σταθερού πολιτικού ιστού στο
μεταπολεμικό Ιράκ σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, τη μοναδική δύναμη με
δυνατότητα άμεσης επιρροής σε όλα τα αντιμαχόμενα μέρη.[lxix]
Καθώς οι απαιτήσεις για περισσότερη διαφάνεια στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων εντός της ΕΕ, γίνονται ολοένα εντονότερες, η διαφάνεια σε θέματα που αφορούν στην ασφάλεια και τη συνεργασία στη Μεσόγειο προβάλλει επιτακτική, αφού μία από τις πρωταρχικές επιδιώξεις της ΕΜΣ είναι η καλλιέργεια κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Τόσο η λήψη αποφάσεων, όσο και η διαχείριση της Μεσογειακής ασφάλειας δεν θα πρέπει να ασκούνται μονομερώς, στο πλαίσιο μιας ασύμμετρης δομής διακυβέρνησης, και χωρίς την άμεση και ενεργό συμβολή των Μεσογειακών εταίρων. Περισσότερη συμμετοχή των Μεσογειακών εταίρων στον προγραμματισμό των διαδικασιών θα δημιουργούσε νέες προσδοκίες στο Νότο, δίνοντας εκτός από ισότιμη συμμετοχή και την απαραίτητη αίσθηση «συν-κυριότητας» (co-ownership) για την ανανέωση του ενδιαφέροντος στη ΔτΒ.
Από την πλευρά
τους, οι Μεσογειακοί εταίροι θα πρέπει να υιοθετήσουν στρατηγικές, ικανές να
αντεπεξέλθουν στην διαχείριση ενός περισσότερο ισορροπημένου συστήματος στις
συνδιαλλαγές τους με την ΕΕ, βασισμένες στις αρχές της αμοιβαιότητας, της
ανταποδοτικότητας και της ιστορικής συμφιλίωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η προώθηση μιας
«νέας ερμηνευτικής» του πολιτιστικού διαλόγου, μέσω αμοιβαίων ανταλλαγών και
μιας φιλοσοφίας αμοιβαίας κατανόησης, είναι αναγκαία για να καταρριφθούν οι
βαθιά ριζωμένες πολιτισμικές και ιστορικές προκαταλήψεις για τον «άλλο». Στο
παρελθόν, τέτοιες εικόνες αντιπαράθεσης παρείχαν μια βολική δικαιολογία για να
μένουν στο περιθώριο οι προσπάθειες περιφερειακής συνεργασίας. Σήμερα, η «ικανότητα
διαλόγου» των Ευρω-Μεσογειακών εταίρων παραμένει η πιο καθοριστική παράμετρος
για την ανάδειξη μιας νέας διασταύρωσης ανάμεσα στους ετερογενείς περιφερειακούς
δρώντες και τη δημιουργία ενός νέου κύκλου πιθανοτήτων για τη σταθεροποίηση του
αναδυόμενου Ευρω-Μεσογειακού συστήματος.
*
Μέρη του κεφαλαίου αυτού έχουν δημοσιευθεί στην κοινή δουλειά με τον Κώστα
Λάβδα «Η Ευρω-Μεσογειακή Συνεργασία και
η Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας», στο Ν. Μαραβέγιας και Μ. Ι.
Τσινισιζέλης (επιμ.), Η Νέα Ευρωπαϊκή
Ένωση: Θεωρία, Θεσμοί, Πολιτικές, Αθήνα: Θεμέλιο, 2006, τον οποίο και
ευχαριστώ θερμά. Ευχαριστώ επίσης θερμά τους Χαράλαμπο Τσαρδανίδη και Δημήτρη
Χρυσοχόου για τα εποικοδομητικά τους σχόλια.
[i] Ενδεικτικά βλέπε στα W.
Weidenfeld,
Challenges in the Mediterranean: The
European Response, Bertelsman Foundation, Gutersloh, 1991, I. O. Lesser, Mediterranean Security: New Perspectives and Implications for US Policy, RAND, Santa Monica, 1992, P. Ludlow, (επιμ.), Europe and the Mediterranean, CEPS for
Brassey’s, London, 1994, και R. Aliboni, G. Joffe, T. Niblock
(επιμ.), Security Challenges in the Mediterranean Region, Frank Cass, London
1996.
[ii] Η
αντίληψη αυτή ενισχύθηκε από μία σειρά γεγονότων που τροφοδότησαν τον Αραβικό
κόσμο με μια βαθιά αίσθηση στρατηγικής ανασφάλειας. Αρχικά η εγκατάσταση του
κράτους του Ισραήλ στην Παλαιστίνη, με τη βοήθεια των ΗΠΑ το 1948, εκλήφθηκε
από τον αραβικό κόσμο ως αυθαίρετη παρέμβαση και πρόκληση της Δύσης. Έκτοτε, οι
συνεχείς επεμβάσεις και η υπερβολική ενασχόληση των ΗΠΑ με την ασφάλεια του
Ισραήλ έχουν «πείσει» τους Άραβες ότι η Δύση δε θα διστάσει να στραφεί εναντίον
τους εάν τα συμφέροντά της το απαιτήσουν.
[iii] N.
Ayubi (1995), Over-Stating
the Arab State. Politics and Society in the Middle East, I.B. Tauris
Publishers, London & New York, 1995.
[iv] Μ. Barnett, «Sovereignty, Nationalism and Regional Order in
the Arab States System»,
International Organization, Vol. 40, No. 3, 1995.
[v] M. Ayoob, «State
Making, State Breaking, and State failure», στο C Crocker and F.
Osler Hampson (επιμ.) Turbulent Peace, US
Institute for Peace, Washington D.C., 2001.
[vi] F.
Braudel, The Mediterranean and the
Mediterranean World in the Age of Philip II, Vol. I and II, 5th edition,
Fontana Press, London, 1987, S.
Calleya., Navigating Regional Dynamics in
the Post-Cold War World. Patterns of Relations in the Mediterranean Area,
Aldershot, Dartmouth,
[vii] D. K. Xenakis και D. N. Chryssochoou,
The emerging Euro-Mediterranean system, Manchester University Press, Manchester & New York, 2001.
[viii]
Για τις προηγούμενες Μεσογειακές πολιτικές βλέπε αναλυτικά στο Χ. Τσαρδανίδης, Η «Ανανεωμένη» Μεσογειακή Πολιτική της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας και η Ελλάδα, ΕΚΕΜ, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1992.
[ix] Για το νέο πλαίσιο μελέτης και κατανόησης της «συνεκτικής ασφάλειας» βλέπε αναλυτικότερα στα B. Buzan, People, States and Fear: An Agenda for International Security Studies in the Post-Cold War Era, Harvester Wheatsheaft, New York, 1991, και B.
Buzan,
O. Waever, J. D. Wilde, Security: a New
Framework for Analysis, Lynne Rienner, London, 1998.
[x] Ο
πρώτος πυλώνας αφορά την ασφάλεια, την προώθηση της ειρήνης, των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και την ενδυνάμωση του πολιτικού διαλόγου και της δημοκρατίας. Ο
δεύτερος πυλώνας αποβλέπει στην ενίσχυση της
οικονομικής ανάπτυξης και τη δημιουργία μιας περιφερειακής ζώνης
ελεύθερων συναλλαγών. Ο τρίτος πυλώνας αφορά τις διαπολιτισμικές ανταλλαγές,
στην εκπαίδευση και στην αντιμετώπιση προβλημάτων, όπως ο ισλαμικός
φονταμεταλισμός και η παράνομη μετανάστευση.
[xi] D. K. Xenakis, «The Barcelona Process:
Some Lessons from Helsinki», Jean Monnet Working Papers in Comparative and International Politics, Special EuroMed Edition
- No. 17, Department of Political Science, Πανεπιστήμιο Catania, 1998 και αναλυτικότερα
στο Transforming Regional Orders:
The Helsinki and Barcelona Processes Compared,
Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο του Exeter, Ιανουάριος 2000.
[xii] G. Edwards and
[xiii] E.
Barbé, «The Barcelona Conference: Launching Pad of a Process», Mediterranean Politics, Vol. 1 No 1,
1996, σελ. 32.
[xiv] Την
ιδρυτική διακήρυξη υπέγραψαν οι 15 χώρες-μέλη της ΕΕ, το Μαρόκο, η Αλγερία, η
Τυνήσια, η Αίγυπτος, η Ιορδανία, η Συρία, ο Λίβανος, η Παλαιστινιακή Αρχή, το
Ισραήλ, η Τουρκία, η Μάλτα και η Κύπρος.
[xv] D. K. Xenakis, «From Policy to Regime: Trends in
Euro-Mediterranean Governance», Cambridge Review of
International Affairs, Vol. 13 No.1, 1999, σελ. 254-270.
[xvi] Ο
σκοπός εδώ είναι να υπερβούν τις αναπαραστάσεις πολιτισμικής αντιπαλότητας, οι
οποίες παραπέμπουν σε ιστορικές μνήμες και συμβολισμούς, τονίζοντας τον
κερματισμό και τη περιχαράκωση ενάντια στην από κοινού άσκηση θεμελιωδών
εξουσιών και την περιφερειακή «κοινωνικοποίηση» μεταξύ των διαφορετικά
οργανωμένων μονάδων του περιφερειακού συστήματος.
[xvii] D. K. Xenakis, «Order and Change in the Euro-Mediterranean System», Mediterranean Quarterly, Vol. 11, No. 1, Winter 2000, σελ. 75-90.
[xviii]
Βλέπε αναλυτικότερα στο Xenakis
και Chryssochoou, The emerging Euro-Mediterranean system, κεφ. 4 και 5.
[xix] Μια
κανονιστική δυναμική βασισμένη στη φιλοσοφία ενός πλουραλισμού συμβίωσης, ο
οποίος θα παραμερίσει την υποκειμενικότητα της επικρατούσας αντίληψης που θέλει
την Δύση να λειτουργεί σαν μία παγκόσμια εκπολιτιστική δύναμη με μια σχεδόν μεταφυσική
υποχρέωση προς την ανθρωπότητα. H. Köchler, «Philosophical Foundations of
Civilizational Dialogue: The Hermeneutics of Cultural Self-comprehension versus the Paradigm of Civilizational
Conflict», Occasional Papers Series,
No 3, International Progress Organization, 1998.
[xx]
Βλέπε αναλυτικότερα στα S.
Calleya, «The Euro-Mediterranean Process After
Malta: What Prospects?», Mediterranean Politics, Vol. 2, No. 2, Autumn
1997, σελ. 1-22 και R.
Youngs, «The Barcelona Process
after the UK Presidency: The Need for Prioritization», Mediterranean Politics, Vol. 4, No. 1,
Spring 1999, σελ. 1-24.
[xxi]
Βλέπε αναλυτικότερα στο F. Attinà and S. Stavridis (επιμ.), The Barcelona Process and Euro-Mediterranean
Issues from Stuttgart to Marseilles,
Giuffré, Milan, 2001.
[xxii] Στη
Βαλένσια εγκρίθηκαν επίσης ένα «Έγγραφο-Πλαίσιο» για περιφερειακή συνεργασία σε
θέματα Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (JHA) και ένα «Πρόγραμμα Δράσης» για τον διαπολιτισμικό διάλογο.
[xxiii]
Βλέπε αναλυτικότερα στο Thanos Dokos,
«NATO’s Mediterranean Dialogue:
Prospects and policy recommendations»,
ELIAMEP Policy Paper No
3, ELIAMEP, Athens 2003.
[xxiv]
Για τις επιπτώσεις από την κρίση της 11ης Σεπτεμβρίου βλέπε
αναλυτικότερα στο Δ. Κ. Ξενάκης, «Η
Ευρω-Μεσογειακή Συνεργασία Μετά την Κρίση», στο Θ. Κουλουμπής, Θ. Ντόκος και Α.
Κιντής (επιμ.), Η Ελλάδα και ο Κόσμος
2001-2002: Ανασκόπηση Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής, ΕΛΙΑΜΕΠ, εκδόσεις
Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2002, σελ. 103-123, και γενικότερα στο σχετικό αφιέρωμα του
συλλογικού τόμου.
[xxv] I.
Schäfer and F.
Ibrahim, «Regional Crises and Europe: How the Middle
East Conflict and Iraq War Affect the EMP», EuroMeSCo Papers, Νο. 40, Ιανουάριος 2005.
[xxvi] Η
πρωτοβουλία των ΗΠΑ για τον εκδημοκρατισμό της «Ευρύτερης Μέσης Ανατολής» (Greater Middle East Initiative) μετά την Σύνοδο
του ΝΑΤΟ στην Κωνσταντινούπολη μετονομάστηκε σε Istanbul Initiative.
[xxvii]
Οι αμυντικές δαπάνες των αράβων εταίρων της ΕΜΣ έχουν αυξηθεί τα τελευταία έτη
κατά μέσον όρο 5-7% του ΑΕΠ τους.
[xxviii]
Θ. Ντόκος και Φ. Πιέρρος, Η Μεσόγειος
προς τον 21ο Αιώνα. Η Θέση της Ελλάδας, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα
1995, σελ. 74-101.
[xxix] EuroMeSCo, «European Defence: Perceptions vs. Realities», EuroMeSCo Paper, Νο. 16, 2002.
[xxx] Οι
προτάσεις για τη θεσμική πλαισίωση του Ευρω-Μεσογειακού Διαλόγου σε θέματα
ασφάλειας και άμυνας έθεσαν τα θεμέλια για τη θεσμοθέτηση ενός τακτικού
σεμιναρίου για τη Μεσογειακή διάσταση της ΕΠΑΑ ως μέτρο οικοδόμησης
εμπιστοσύνης. Η συμμετοχή στρατιωτικών αντιπροσώπων και αξιωματούχων των
Υπουργείων Αμύνης από τους Μεσογειακούς εταίρους σε σεμινάρια με εισηγήσεις
ειδικών αξιωματούχων και επισήμων και από τις δύο πλευρές της Μεσογείου,
αποτελεί μέτρο οικοδόμησης εταιρισμού στις περιφερειακές σχέσεις. Βλέπε
αναλυτικότερα στο Μ. J. Tsinisizelis, D. Κ. Xenakis, D. N. Chryssochoou, «Promoting
Security Dialogue in the
[xxxi] D. K. Xenakis, «The Impact of Enlargement on Euro-Mediterranean Relations»,
στο C. Stephanou
(επιμ.), Adjusting to the EU Enlargement: Recurring Issues in a New Setting,
Edward Edgar,
[xxxii]
Βλέπε αναλυτικότερα στο D.
Κ. Xenakis, «The contribution of Greece to strengthening
Euro-Mediterranean relations», Perceptions, Euro-Med Special Issue, Vol. 5, No. 2, 2003, σελ. 173-208.
[xxxiii] R. Pace, St. Stavrides and D. K. Xenakis, «Parliaments and Civil Society
Cooperation in the Euro-Mediterranean Partnership», Mediterranean
Quarterly, Vol, 15, No. 1, 2004, σελ. 75-92.
[xxxiv] R. Aliboni, «The
[xxxv]
Ελληνικό Κοινοβούλιο, «Η Πρώτη Ευρω-Μεσογειακή Κοινοβουλευτική Συνέλευση»,
Διεθνείς Δραστηριότητες, http://www.parliament.gr/enhmerwsh
[xxxvi]
Συμφωνίες σύνδεσης που είναι σε ισχύ μεταξύ της ΕΕ και της Τυνησίας (1998),
Ισραήλ (2000), Μαρόκο (2000), Ιορδανία (2002), Αίγυπτος (2004) και σε προσωρινή
βάση με την Παλαιστινιακή Αρχή (1997). Οι συμφωνίες υπεγράφησαν με την Αλγερία
τον Δεκέμβριο του 2001, και με το Λίβανο τον Ιανουάριο του 2002.
[xxxvii] Η σχετική Διακήρυξη είχε υπογραφεί το Μάιο του 2001
και υποστηρίζεται με 4 εκατ. ευρώ από το πρόγραμμα MEDA για τεχνική βοήθεια.
[xxxviii]
EuroMed Report, No 78,
[xxxix]
Από το έγγραφο αυτό προέκυψαν δύο ειδικές θεματικές ομάδες, με σκοπό την
προετοιμασία των προγραμμάτων εργασίας για την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης
και συνεργασίας και για την ΕΠΓ. Βλέπε αναλυτικότερα στο
http://europa.eu.int/comm/external_relations/euromed/publication/2004/euromed_report_76_rev1en.pdf
[xl] Anna
Lindh Euro-Mediterranean Foundation for
Dialogue between
Cultures, Press Release, 25
Μαρτίου 2005.
[xli]
Παράρτημα Ι των συμπερασμάτων της Συνόδου στο Ηράκλειο, «Guiding Principles for the Dialogue Between
Cultures and Civilisations», σελ. 11-13.
[xlii]
Βλέπε αναλυτικότερα στο
http://www.euromedheritage.net/en/euromed_foundation.htm
[xliii]
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Σχέσεις της ΕΕ με
τις Χώρες της Περιοχής της Μεσογείου, 23 Φεβρουάριου 2005,
P6_TA-PROV(2005)0046.
[xliv]
http://europa.eu.int/comm/external_relations/euromed/conf/lux/euromed.pdf
[xlv]
http://europa.eu.int/comm/external_relations/euromed/summit1105/five_years.pdf
[xlvi] Βλέπε
στο Χ. Τσαρδανίδης και Δ. Κ. Ξενάκης (επιμ.), Αποτίμηση για τα Δέκα Χρόνια Λειτουργίας της Ευρω-Μεσογειακής
Συνεργασίας και των Προοπτικών που Διαγράφονται, Έκθεση του Ινστιτούτου
Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, Αθήνα, Δεκέμβριος 2005.
[xlvii] M. Angel Moratinos, «Η Ισπανία στην Μεσόγειο»,
[xlviii] Commission of the European
Communities, Communication from the Commission to the Council and the European
Parliament, Wider
[xlix] European Parliament, Report on «Wider Europe- Neighborhood: A New Framework for Relations with
our Eastern and Southern Neighbors», Committee on Foreign Affairs, Human Rights, Common Security and
Defense Policy, 5 Νοεμβρίου 2003.
[l] E.
Lannon, P. Van Elsuwege, «The
EU’s Emerging Neighborhood Policy», στο P. G. Xuerb, Euro- Med Integration and the Ring of
Friends, EDRC, University of Malta, 2004, σελ. 21-84.
[li] Όσον
αφορά την Ανατολική Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, στο πρώτο στάδιο
συμπεριλαμβάνονται η Μολδαβία και η Ουκρανία. Σε επόμενη φάση θα εξετασθεί η
δυνατότητα σύναψης «Σχεδίων Δράσης» με τις χώρες του Νοτίου Καυκάσου (Γεωργία,
Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν) και τη Λευκορωσία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ακόμα
συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Ως προς τη Μεσόγειο, στην πρώτη ομάδα χωρών
περιλαμβάνονται το Μαρόκο, η Τυνησία, το Ισραήλ, η Παλαιστινιακή Αρχή και η
Ιορδανία. Θα ακολουθήσουν στο δεύτερο κύμα η Αίγυπτος, η Αλγερία, ο Λίβανος και
η Συρία.
[lii] Καλύπτουν επίσης τομείς, όπως ο πολιτικός διάλογος σε θέματα τρομοκρατίας, εξάπλωσης των όπλων
μαζικής καταστροφής και επίλυσης περιφερειακών συγκρούσεων, η πολιτική οικονομικής και κοινωνικής
ανάπτυξης, που θα βασίζεται στη νομοθετική και ρυθμιστική προσέγγιση, τη
συμμετοχή σε μία σειρά προγραμμάτων της ΕΕ και την καλύτερη φυσική διασύνδεση
με τον ευρωπαϊκό πυρήνα, το εμπόριο,
που προβλέπει μεγαλύτερο άνοιγμα της αγοράς σύμφωνα με τις αρχές του ΠΟΕ και
σύγκλιση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και, τέλος, η στενή συνεργασία στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων,
προκειμένου να συμπεριληφθούν στη συνεργασία θέματα, όπως η διαχείριση των συνόρων,
η παράνομη μετανάστευση, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η διακίνηση ανθρώπων,
ναρκωτικών και όπλων, το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, η νομιμοποίηση εσόδων από
παράνομες δραστηριότητες και τα οικονομικά εγκλήματα.
[liii] M.
Smith, «The Use of Political Conditionality
in the EU´s Relations with Third Countries: How Effective?», EFAR, Vol. 3 1998.
[liv] K. Smith, European Union Foreign Policy in a Changing World, Polity press,
[lv] M. Wallström, «The European Neighborhood Policy and
the Euro-Mediterranean Partnership», Ομιλία στην ΕΜΚΣ, Κάιρο, 14 Μαρτίου 2005.
[lvi] Βλέπε αναλυτικότερα στο R. Aliboni, «Promoting
Democracy in the EMP:
Which Political Strategy?», EuroMeSCo
Papers, Working Group I, Third Year Report, Νοέμβριος 2004.
[lvii] R. Gillespie R. and R. Young (επιμ.), The European Union and
Democracy Promotion: The Case of North Africa, Frank Cass London and
Portland, 2001, D. Schmid, «Interlinkages within the EMP.
Linking Economic, Institutional and Political Reform: Conditionality Within the
Euro-Mediterranean Partnership», EuroMeSCo Paper, No.
27, Lisbon, 2003.
[lviii] Friedrich Ebert Foundation, From
[lix] R. Ragionieri, «Democratization of the Arab World: Different
Perspectives and Multiple Options», στο S. Ponebianco, A New Euro-Mediterranean Cultural Identity, Frank Cass, London 2003,
σελ. 59.
[lx] M.
Emerson, «Two Cheers for
the European
Neighbourhood Policy», Μάιος 2004, CEPS Website.
[lxi] E. Johanson- Nogués, «A ‘Ring of Friends’?
The Implications of the
European Neighborhood Policy for the
[lxii]
http://ue.eu.int/uedocs/cmsUpload/Partnership%20Mediterranean%20and%20Middle%20East.pdf
[lxiii] T. Cofman Wittes, «Promoting Democracy in the Arab World: The
Challenge of Joint Action», IAI Quaderni, (Transatlantic Perspectives on the
Broader Middle East and North Africa) No 6, Instituto Affari Internazionali, Δεκέμβριος 2004, σελ. 29-40.
[lxiv] Αν
και ο πρώτος πυλώνας εσωκλείει ρήτρες δεσμευτικού χαρακτήρα για τη μη εξάπλωση
των όπλων μαζικής καταστροφής και την απόκτηση εξοπλιστικών προγραμμάτων που
δεν υπερκαλύπτουν τις ανάγκες των χωρών για την εγγύηση της ασφάλειας τους, η
κατάσταση μέχρι και σήμερα παραμένει στο επίπεδο των εξαγγελιών.
[lxv] R.
Youngs, The European Union and the promotion of democracy – Europe’s
Mediterranean and Asian policies, Oxford University Press, Oxford, 2003.
[lxvi]
Laura Feliu, «Human rights and the Barcelona Process», στο F. Attinà and
[lxvii]
Παρότι οι μηχανισμοί διμερούς συνεργασίας φαίνεται να χαίρουν περισσότερης
εκτίμησης στις χώρες του Νότου, ο πολυ-διμερής (multi-bilateral) διάλογος με
τις δομές της ΕΠΑΑ παραμένει στο μενού των προτιμήσεων τους και η προοπτική
ενίσχυσης της συνεργασίας μέσω μιας αναβάθμισης της συνεργασίας στον πρώτο
πυλώνα της ΕΜΣ αποτελεί επιθυμία των περισσότερων Μεσογειακών εταίρων.
[lxviii]
Η διαφοροποιημένη συνεργασία και η θετική αιρεσιμότητα είναι δυο πλευρές του
ίδιου νομίσματος. Η διαφοροποιημένη συνεργασία έχει την προοπτική να
αναζωογονήσει την πολυμερή διάσταση της ΕΜΣ με το να δίνει τη δυνατότητα στους
πρόθυμους Μεσογειακούς εταίρους να προχωρήσουν σε τομείς όπου η ομοφωνία δεν
μπορεί να επιτευχθεί «περιφερειακά». Προκρίνοντας την ανταμοιβή των
προοδευτικών και πρόθυμων για μεταρρυθμίσεις εταίρων, θα μείωνε την άρνηση των
μη συνεργατικών εταίρων και, καλώς ή κακώς, θα υποδηλώσει την έναρξη μιας ΕΜΣ
των ομόκεντρων κύκλων. Βλέπε αναλυτικότερα στο T. Schumacher, «Quo Vadis
[lxix]
Βλέπε αναλυτικά στα G. Luciani, T. Dodge and F. Neugart (επιμ.), «The European Union and Iraq: Present
Dilemmas and Recommendations for Future Action», Policy Papers, Center for Applied Policy Research, Bertelsmann Foundation, Ιούνιος 2004, και
R. Youngs, Europe and Iraq: From Stand-off to Engagement,
Foreign Policy Centre,
London, Οκτώβριος 2004.