Ελλάδα, Νότια Ευρώπη και Μεσόγειος
Δημήτρης Ξενάκης
Εισαγωγή
Μολονότι, η συμμετοχή στα όργανα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης (ΕΕ) και η ανάπτυξη των διμερών σχέσεων με τους ευρωπαίους εταίρους, τις
ΗΠΑ και την αναβαθμισμένη Ρωσία αποτελούν θεμελιώδεις προτεραιότητες για τη διαχείριση
των παραδοσιακών θεμάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (Τουρκία, Κυπριακό
και Βαλκάνια), δεν θα πρέπει να παραγνωρίζονται οι προκλήσεις και οι
περιφερειακές εξελίξεις στο ζωτικό χώρο της Μεσογείου. Μια διόλου απίθανη
αναζωπύρωση της διαμάχης στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των
φαινόμενων βίας και τρομοκρατίας στην περιοχή, επηρεάζοντας την τουριστική
βιομηχανία, την ασφάλεια των θαλάσσιων μεταφορών και άλλες κρίσιμες οικονομικές
δραστηριότητες.
Η
θέση της Ελλάδας στο νοτιο-ανατολικό άκρο του ευρωπαϊκού χώρου σταθερότητας και
ανάπτυξης επιτάσσει τα συμφέροντα της με εκείνα των υπόλοιπων νότιων ευρωπαϊκών
χωρών και των πρωτοβουλιών συνεργασίας για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη που προωθούνται
στην περιοχή μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου. Στη νέα περίοδο, αν και σε
μικρότερο βαθμό από τις υπόλοιπες χώρες της νότιας Ευρώπης, η Ελλάδα ανέπτυξε τη
μεσογειακή της πολιτική, κυρίως στο πολυμερές πλαίσιο της ΕΕ, με επιστέγασμα
την τελευταία Ελληνική Προεδρία, το 2003. Πιο πρόσφατα, η αμέριστη στήριξη της
ελληνικής κυβέρνησης στη μεσογειακή πρωτοβουλία του Γάλλου Προέδρου Σαρκοζί,
εκτός από τη βοήθεια που παρείχε στο ζήτημα των Σκοπίων, αποτελεί και μια νέα
ευκαιρία για την αναβάθμιση του ελληνικού παράγοντα στην περιοχή.
Η γεωπολιτική
θέση της Ελλάδας στην ανατολική Μεσόγειο, όπου καταλαμβάνοντας
Ασφάλεια
και Συνεργασία στη Μεσόγειο
Ο μεσογειακός περίγυρος της Ελλάδας αποτελεί
ιστορικά ένα πεδίο βίαιων συγκρούσεων, ανισότητας, κυριαρχίας και περιχαράκωσης
μεταξύ του ανεπτυγμένου χριστιανικού Βορρά και του αναπτυσσόμενου ισλαμικού
Νότου. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, προβάλλεται ως η σημαντικότερη πηγή
αποσταθεροποίηση της νέας Ευρώπης, με έντονα προβλήματα ασφάλειας, οικονομικής και
δημογραφικής ασυμμετρίας και απειλητικών διχαστικών ρηγμάτων θρησκευτικού και
πολιτισμικού χαρακτήρα.[1] Η συστημική ένταση που
παρατηρείται στην περιοχή μετά το 1989 αναμφίβολα επιδεινώθηκε με την αναβίωση
και έξαρση του ριζοσπαστικού Ισλάμ,[2] τις εξελίξεις που
δρομολόγησαν τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και μία σειρά νέων
διεθνικών αποσταθεροποιητικών προκλήσεων, όπως, τα μαζικά μεταναστευτικά
ρεύματα, το διασυνοριακά οργανωμένο έγκλημα, η διασπορά όπλων μαζικής
καταστροφής και βαλλιστικών πυραύλων και η εντεινόμενη περιβαλλοντική
υποβάθμιση.
Στη νέα περίοδο, παράλληλα με τις απειλές,
έχει μεταβληθεί και ο προσανατολισμός των χωρών της περιοχής. Ενώ κάποιες
αραβικές χώρες, ανήκουν στην ευρωπαϊκή σφαίρα επιρροής, κάποιες άλλες,
επηρεάζονται περισσότερο από εξω-περιφερειακές δυνάμεις.[3] Στην πλειοψηφία τους
εξακολουθούν να είναι καχύποπτες απέναντι στις ευρωπαϊκές προτάσεις
συνεργασίας, αν και αρκετές από αυτές εμφανίζονται έτοιμες να προχωρήσουν σε
μεταρρυθμίσεις των πολιτικο-οικονομικών τους συστημάτων, αλλά και της
εξωτερικής τους πολιτικής. Κατάφορτες από πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές
και θρησκευτικές εντάσεις που συχνά κλιμακώνονται σε βίαιες συγκρούσεις, στις
περισσότερες αραβικές χώρες υπάρχει μια
γενικότερη αντίσταση στην πολιτική αλλαγή, γεγονός που καθιστά δυσκολότερη την
ενσωμάτωση τους στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα.[4]
Στην απέναντι όχθη της Μεσογείου, η διαδικασία
της ευρωπαϊκής ενοποίησης αποτέλεσε ιστορική καμπή, δίνοντας τη δυνατότητα να
αναπτυχθεί μια σταθερή πολύ-επίπεδη διεθνής κοινωνία, όπου, οι υπερεθνικοί
θεσμοί, τα κράτη και οι μη-κυβερνητικές οργανώσεις έχουν δημιουργήσει ένα πυκνό
δίκτυο διεθνικών συναλλαγών. Ενώ οι προσπάθειες για να ενισχυθεί η οικονομική
συνεργασία μεταξύ των αραβικών κρατών και η ανάπτυξη σταθερών διεθνικών δεσμών
και θεσμοποιημένων διακυβερνητικών σχέσεων προσκρούουν στις παρατεταμένες
περιφερειακές συγκρούσεις, αντιθέτως στην Ευρώπη έχει παγιωθεί η οικονομική και
στρατηγική συνεργασία με την εγκαθίδρυση της Οικονομικής και Νομισματικής
Ένωσης (ΟΝΕ) και της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας
(ΚΕΠΠΑ). Παρά τη γεωγραφική εγγύτητα και την κοινή πολιτιστική κληρονομιά, σε
μια περίοδο κατά την οποία η Ευρώπη εναρμονίζει τις πολιτικές, οικονομικές και
κοινωνικές της διαδράσεις και ενισχύεται σε παγκόσμια κλίμακα, ο μεσογειακός
της περίγυρος συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από συγκρουσιακές σχέσεις, οι οποίες
εμποδίζουν την περιφερειακή συνεργασία, σταθερότητα και ανάπτυξη.[5]
Για την Ελλάδα και τις υπόλοιπες νότιες
ευρωπαϊκές χώρες, το ζήτημα της αναβάθμισης της θέσης τους στο
παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον αποτελεί ένα πρόσθετο κίνητρο για να
επιδιώξουν τη διευθέτηση των μακροχρόνιων περιφερειακών διενέξεων και την
έγκαιρη αντιμετώπιση των νέων πηγών αστάθειας που ταλανίζουν τη Μεσόγειο.[6] Παρά το γεγονός ότι έχουν
αναπτύξει κοινούς πολιτικούς και οικονομικούς στόχους μέσα από τη συμμετοχή
τους στην ΕΕ και ενώ στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις κυριαρχεί μια αντίληψη
μεσογειακής αλληλεγγύης, εντούτοις δεν έχουν καταφέρει να αναπτύξει ούτε κοινές
πολιτικές για την περιοχή, ούτε να συμφωνήσουν στις δομές περιφερειακής
συνεργασίας.[7]
Η Γαλλία, προκειμένου να ηγηθεί στις υποθέσεις της Μεσογείου μετά το τέλος του
Ψυχρού Πολέμου και να ενισχύσει τη θέση της στην ΕΕ ως περιφερειακός πόλος
σταθερότητας, ανέλαβε την πρωτοβουλία της σύστασης του Φόρουμ για τη Δυτική
Μεσόγειο (πρωτοβουλία των 5+5). Βρέθηκε, εντούτοις, σε διαφωνία με την
ισπανο-ιταλική πρωτοβουλία για μια «διευρυμένη» Διάσκεψη για την Ασφάλεια και
τη Συνεργασία στη Μεσόγειο, με όλα τα κράτη της Μεσογείου και τις ΗΠΑ,
θεωρώντας «ανώριμη» τη διεύρυνση της περιφερειακής συνεργασίας και δύσκολα
συμβιβάσιμη με το περιορισμένο γεωγραφικά εγχείρημα της συνεργασίας στη δυτική
Μεσόγειο.[8] Αν και η μεσογειακή
διάσταση της εξωτερικής της πολιτικής έχει γενικά περιοριστεί, ωστόσο, η
συμμετοχή της Γαλλίας σε οποιοδήποτε περιφερειακό ή άλλο σχήμα συνεργασίας
είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία που τυχόν μπορεί να έχει.[9], γεγονός που αποδεικνύεται
και από το αυξημένο ενδιαφέρον που παρουσιάζεται για τη Μεσόγειο, μετά την
ανακοίνωση της πρωτοβουλίας του Προέδρου Σαρκοζί.
Η
Ελλάδα και η Αίγυπτος που με εμφανή δυσφορία έβλεπαν τον αποκλεισμό τους από τη
Γαλλική πρωτοβουλία, έστω και εάν αφορούσε τη Δυτική Μεσόγειο, ξεκίνησαν
διαβουλεύσεις για την δημιουργία ενός αντίστοιχου Forum για την Ανατολική
Μεσόγειο με τη συμμετοχή σε αρχικό στάδιο και της Ιταλίας. Μετά από δύο
συναντήσεις, στη Ρώμη και στη Σαντορίνη, η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε, λόγω των
προβληματικών σχέσεων Συρίας Ισραήλ και Τουρκίας-Κύπρου. Συνέχεια της
προσπάθειας αυτής υπήρξε η πρωτοβουλία της Αιγύπτου με τη διάσκεψη που
πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1994 στην Αλεξάνδρεια για τη δημιουργία του
Μεσογειακού Forum. Οι χώρες που μετέχουν είναι η Αλγερία, Αίγυπτος, Γαλλία,
Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Μαρόκο, Πορτογαλία, Τουρκία, Τυνησία και Μάλτα. Η
χρησιμότητα του Forum για την ανάπτυξη της συνεργασίας στον πολιτικό τομέα δεν μπορεί
να αμφισβητηθεί, όμως ο αποκλεισμός αριθμού Μεσογειακών χωρών από το Forum
αποτελεί σοβαρό μειονέκτημα.
Παρά τις δυσκολίες συντονισμού, από τις
αρχές της δεκαετίας του ‘90, τα μέλη της νότιας πτέρυγας της ΕΕ άρχισαν να
αναβαθμίζουν τα θέματα της Μεσογείου στην εξωτερική τους πολιτική και να
συντονίζονται εντός της ΕΕ, προσπαθώντας να εξισορροπήσουν τη μετατόπιση του
ενδιαφέροντος της ΕΕ και της διεθνούς κοινότητας προς την Ανατολική Ευρώπη.
Μέσα από τις διαδοχικές Ευρωπαϊκές Προεδρίες, η Ελλάδα, η Γαλλία, η Ισπανία και
η Ιταλία το 1994, 1995 και 1996 αντίστοιχα, έδειξαν τη σπουδαιότητα που
αποδίδουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της περιοχής, ακόμη κι αν δεν
υπήρχε συμφωνία για τη στρατηγική και τα μέσα που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν.[10] Υπό το βάρος των
μεταψυχροπολεμικών προκλήσεων, η αστάθεια και ο κατακερματισμός της Μεσογείου
ενέτειναν την ανάγκη για μια πιο συνεκτική ευρωπαϊκή προσέγγιση της περιοχής,
ικανή να ενισχύσει την προβλεψιμότητα μέσω ενός συστήματος περιφερειακών αξιών
και κανόνων στη βάση αμοιβαίως επωφελών διαδράσεων. Τελικά, η θεσμοποίηση ενός
πολυμερούς πλαισίου για την οργανωτική και κανονιστική ρύθμιση των
περιφερειακών σχέσεων ξεκίνησε με τη Διαδικασία της Βαρκελώνης, το Νοέμβριο του
1995, η οποία αντικατέστησε τις προηγούμενες μεσογειακές πολιτικές της ΕΕ και
υπερκέρασε τις υπόλοιπες περιφερειακές πρωτοβουλίες, θέτοντας τρεις κεντρικούς
στόχους: την ενίσχυση του πολιτικού διαλόγου και της περιφερειακής ασφάλειας,
την απελευθέρωση των οικονομικών συναλλαγών με αμοιβαία οικονομικά και
αναπτυξιακά οφέλη και την επανασύνδεση των κοινωνικο-πολιτιστικών σχέσεων των
μεσογειακών λαών. Σχεδιασμένη κατά το πρότυπο της Διαδικασίας του Ελσίνκι, μέσω
ενός συγκεκριμένου προγράμματος εργασίας που εξασφάλισε την εξελικτική της
«συνέχεια», κατέστη ο σταθερότερος μηχανισμός περιφερειακής συνεργασίας.[11]
Εντούτοις, δεκατρία χρόνια μετά, το όραμα
της ΕΕ για τη δημιουργία ενός κλοιού ασφαλείας από σχετικά ευημερούσες και -
κατά το δυνατόν - δημοκρατικές χώρες παραμένει μακρινό. Μετά τις επεμβάσεις στο
Αφγανιστάν και το Ιράκ επικρατεί ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα στη Μέση Ανατολή
από εκείνο που στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχε διευκολύνει τη συνολική
προσέγγιση των περιφερειακών προκλήσεων. Η επιδείνωση των αραβο-ισραηλινών
σχέσεων με επίκεντρο την Παλαιστίνη και πιο πρόσφατα τον Λίβανο, η ανάδυση των
ασύμμετρων απειλών και οι εξελίξεις που δρομολογήθηκαν σε παγκόσμια κλίμακα
μετά την 11η Σεπτεμβρίου είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην
περιφερειακή διαδικασία, οδηγώντας μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση των εθνικών
πολιτικών ασφάλειας σε βάρος της διαδικασίας εκδημοκρατισμού και
φιλελευθεροποίησης, στην αύξηση των περιορισμών στη διακίνηση αγαθών και
προσώπων και στην αποξένωση των πληθυσμών που κατοικούν στις δύο όχθες της
Μεσογείου και που πλέον διακατέχονται από αμοιβαία αισθήματα καχυποψίας.
Η πολιτική συνεργασία προσέκρουσε, όπως ήταν
αναμενόμενο, στις ιδιαιτερότητες της περιφερειακής πολυδιάσπασης και το
τεράστιο δημοκρατικό έλλειμμα που χαρακτηρίζει το Νότο της Μεσογείου. Όταν η
ευρωπαϊκή πρωτοβουλία σχεδιάστηκε στα
μέσα της «χρυσής» δεκαετίας του ‘90, η οικονομική συνεργασία και η αυξανόμενη
οικονομική αλληλεξάρτηση που αυτή επιφέρει θεωρήθηκαν ικανές για την ανάπτυξη
ισχυρών δεσμών που θα μπορούσαν να αποκτήσουν στο μέλλον και πολιτική βαρύτητα.
Η παροχή οικονομικής βοήθειας κρίθηκε επαρκές κίνητρο για την προαγωγή των
αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και τη μείωση των μεταναστευτικών ροών και των άλλων
πηγών αποσταθεροποίησης από τη Μεσόγειο. Είναι αυτονόητο, ότι δύσκολα μπορεί να αναπτυχθεί η οικονομική συνεργασία
όταν επικρατεί σύγκρουση, όπως είναι και προφανές ότι η πολιτική σταθερότητα
πρέπει να προηγηθεί ή τουλάχιστον να επιτευχθεί παράλληλα με οποιασδήποτε
απόπειρα οικονομικής ή άλλης «βαθύτερης» συνεργασίας. Εκτός από την
περίπτωση της Τουρκίας, όπου οι μεταρρυθμίσεις επιταχύνθηκαν εξαιτίας της
ενταξιακής διαδικασίας, η Διαδικασία της Βαρκελώνης δεν οδήγησε σε απτά
αποτελέσματα στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες. Οι περισσότερες παραμένουν σε
γενικές γραμμές ημι-αυταρχικές, ενώ χρησιμοποιώντας την απειλή της ισλαμιστικής
εξάπλωσης και της τρομοκρατίας, οι κυβερνητικές ελίτ συνεχίζουν να περιορίζουν
τις ελευθερίες των πολιτών τους.
Τα
αποτελέσματα στο πεδίο της οικονομικής συνεργασίας και της ανάπτυξης είναι
εξίσου απογοητευτικά. Οι ανισότητες μεταξύ των εταίρων αντί να μειωθούν,
αυξήθηκαν. Την περασμένη δεκαετία, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στην EE ανήλθε
από 20.000 σε 30.000 $, ενώ στις αραβικές χώρες της Μεσογείου παρέμεινε
στάσιμο, στα 5.000 $. Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη ενδιαφέροντος εκ
μέρους της ΕΕ, καθώς 8.785 εκατ. Ευρώ κατευθύνθηκαν στην περιοχή από το 1995
έως το 2006 µέσω των προγραμμάτων MEDA Ι και ΙΙ και των δανείων από το FEMIP της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.[12] Ωστόσο, η ευρωπαϊκή
βοήθεια δεν απέφερε την προσέλκυση περισσότερων ξένων άμεσων επενδύσεων, η ζώνη
ελευθέρων συναλλαγών αντιμετωπίζει κριτική επειδή περιορίζεται μόνο στα
βιομηχανικά προϊόντα, ενώ και οι εσωτερικές αγκυλώσεις μάλλον ενισχύθηκαν.[13] Οι πιο οξείες εκδηλώσεις
και ταυτόχρονα αίτια της περιφερειακής οικονομικής στασιμότητας είναι το χαμηλό
επίπεδο ξένων άμεσων επενδύσεων και οι ισχνές εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των
μεσογειακών εταίρων, οι οποίες φτάνουν σε ποσοστό μόλις το 15% του συνολικού
τους εμπορίου.
Όμως και σε θεσμικό επίπεδο, η πρωτοβουλία
της ΕΕ εξακολουθεί να μη διαθέτει τις κατάλληλες δομές και τους αναγκαίους
πόρους για να επιτύχει τους ιδρυτικούς στόχους της. Σε αυτό συνέβαλαν, μεταξύ
άλλων, η στροφή που πραγματοποιήθηκε στη εξωτερική πολιτική των νότιων
ευρωπαϊκών κρατών σε πιο οικουμενικούς στόχους, αλλά και η εσωτερική κρίση που
επήλθε μετά την αποτυχία υιοθέτησης της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης και
τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η «εμβάθυνση» της ΕΕ μετά τη μαζική διεύρυνση.
Δεδομένης, δε, της έλλειψης κοινών αντιλήψεων για την περιφερειακή ασφάλεια,
τόσο μεταξύ των εταίρων, όσο και με ισχυρούς εξω-περιφερειακούς δρώντες,[14] το ήδη απαιτητικό έργο
της Διαδικασίας της Βαρκελώνης στην περιοχή καθίσταται δυσχερέστερο.
Μια ανομολόγητη, αλλά εμφανής πλευρά της
ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήταν η προσπάθεια των
μεσογειακών χωρών της ΕΕ να εξισορροπήσουν τη μετατόπιση του κέντρου βάρους
λόγω της διεύρυνσης με ένα συμπληρωματικό πρόγραμμα συνεργασίας και αυξημένη
χρηματοδοτική βοήθεια για τις γείτονες χώρες. Μετά τη διεύρυνση, όμως, παρουσιάζονται
νέα δεδομένα, τόσο λόγω έλλειψης διαθέσιμων πόρων, αλλά κυρίως λόγω της
έλλειψης κοινής αντίληψης για την αντιμετώπιση των περιφερειακών προκλήσεων.
Αυτό κατέστη εμφανές στην κομβική, λόγω διεύρυνσης, Ευρω-Μεσογειακή Σύνοδο το Μάιο του 2003 στο πλαίσιο της
Ελληνικής Προεδρίας, όπου και πρωτοπαρουσιάστηκε η Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας.[15] Παρότι τονίστηκε και στα συμπεράσματα πως «η
διεύρυνση της ΕΕ πρέπει να ενδυναμώσει το δεσμό που αναπτύχθηκε στη Βαρκελώνη
και να προσφέρει νέες ευκαιρίες συνεργασίας στις εμπορικές σχέσεις και τις
οικονομικές μεταρρυθμίσεις των μεσογειακών εταίρων», εντούτοις, προκάλεσε
αισθήματα αποκλεισμού στην πλειοψηφία των μεσογειακών χωρών, καθώς ερμηνεύτηκε,
ως μετατόπιση του ενδιαφέροντος της ΕΕ προς όφελος των κρατών που πλέον
συμμετέχουν ισότιμα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.[16]
Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί και άλλα ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά
προγράμματα όπως, η πρωτοβουλία για μια «Ένωση για τη Μεσόγειο» - η οποία
ξεκίνησε στο πλαίσιο της τρέχουσας Γαλλικής Προεδρίας της ΕΕ και επέφερε έναν
πρόσθετο βαθμό ανησυχίας, διακινδυνεύοντας τον όποιο βαθμό συνοχής είχε
επιτύχει η κοινή ευρωπαϊκή πρωτοβουλία, ως αναδυόμενο διεθνές καθεστώς, με τη
μορφή μιας οριζόντιας πολυμερούς συνεργασίας. Η πρωτοβουλία του Προέδρου
Σαρκοζί ήγειρε σημαντικές αντιδράσεις σχετικά με τις συμμετέχουσες χώρες, τη
σχέση της με τη Διαδικασία της Βαρκελώνης, το εύρος των αρμοδιοτήτων και την
προστιθέμενη αξία που θα έχει στις περιφερειακές σχέσεις. Μέχρι την ιδρυτική σύνοδο στις 13 Ιουλίου στο
Παρίσι, χρειάστηκε να ξεπεραστούν πολυάριθμα εμπόδια, και να γίνει αποδεκτός
ένας συμβιβασμός ως προς τη μορφή, τη λειτουργία και το περιεχόμενο του αρχικού
σχεδίου. Τελικά, η διακήρυξη που υπεγράφη από 43 ηγέτες από 27 Κράτη-Μέλη της
ΕΕ και όλα τα παράκτια κράτη της Μεσογείου, προβλέπει την υλοποίηση
προγραμμάτων, στα οποία μπορούν να συμμετέχουν όσα κράτη το επιθυμούν με βάση
την αρχή της μεταβλητής γεωμετρίας. Αν και το πώς θα λειτουργήσει το γαλλικό
σχέδιο παραμένει ασαφές, εντούτοις έχει αποφασιστεί η ανάληψη των παρακάτω
πρωτοβουλιών, για τις οποίες θα υπάρξει αναλυτική πρόταση από την υπό σύσταση
γραμματεία:
·
την απορρύπανση της Μεσογείου βάσει της
πρωτοβουλίας «Horizon 2020»,
συμπεριλαμβανομένων των παράκτιων και των προστατευόμενων θαλάσσιων περιοχών,
με έμφαση στον τομέα διαχείρισης των υδάτων και των αποβλήτων.
·
την ανάπτυξη χερσαίων και θαλάσσιων διαδρόμων,
συμπεριλαμβανομένης της διασύνδεσης των λιμένων σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, καθώς
και την κατασκευή παράκτιων οδών που θα επιτρέψουν την αύξηση της ροής και την
ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και προσώπων. Ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται στη
συνεργασία στο πεδίο της θαλάσσιας ασφάλειας και της ναυσιπλοΐας. Πρέπει να
τονιστεί ότι η υιοθέτηση συγκεκριμένων δράσεων για την υλοποίηση θαλάσσιας
πολιτικής από την ΕΕ αποτελεί βασική
προτεραιότητα της Πορτογαλικής Προεδρίας το επόμενο εξάμηνο, προκειμένου να
διαμορφωθεί ένα περισσότερο ισορροπημένο και βιώσιμο μοντέλο μεταφορών.
·
την ανάπτυξη ενός κοινού προγράμματος πολιτικής
προστασίας έναντι φυσικών καταστροφών και την πρόληψη και αντιμετώπισή τους σε
συνεργασία με τον μηχανισμό πολιτικής προστασίας της ΕΕ.
·
την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας και
την εκπόνηση ενός «Μεσογειακού Ηλιακού Σχεδίου».
·
τη διαπανεπιστημιακή συνεργασία και τη
δημιουργία ενός κοινού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης, επιστημών
και έρευνας και ενός Ευρω-Μεσογειακού
πανεπιστημίου στη Σλοβενία. Στην ίδια λογική, η ανάπτυξη δυνατοτήτων
συνεργασίας σε προγράμματα όπως το Tempus και το Erasmus Mundus, με έμφαση στη
βελτίωση της ποιότητας και της αντιστοιχίας μεταξύ επαγγελματικής κατάρτισης
και αναγκών της αγοράς εργασίας.
·
την ανάπτυξη των επιχειρήσεων, ενισχύοντας τους φορείς των
χωρών που παρέχουν βοήθεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αξιολογώντας τις
ανάγκες των επιχειρήσεων, καθορίζοντας τις στρατηγικές λύσεις και παρέχοντας σε
αυτούς τους φορείς τα απαιτούμενα μέσα υπό μορφή τεχνικής βοήθειας και
χρηματικών πόρων.
Την ώρα που τα εθνικά ΜΜΕ εγκωμιάζουν τον «φιλέλληνα» Πρόεδρο Σαρκοζί
και τη μεσογειακή πρωτοβουλία του, στην οποία μετέχει εξ αρχής και ενθουσιωδώς η
Ελλάδα, αξίζει, ίσως, να σημειωθούν και οι αντιδράσεις που αυτή προκάλεσε. Αρχικά
προβλήματα προκάλεσε σε αρκετούς Άραβες ηγέτες η πρόσκληση του Ισραήλ, όμως το
ζήτημα διευθετήθηκε με τη διευκρίνιση ότι η συμμετοχή τους δεν θα τους
εμποδίσει να καταδικάσουν τους εποικισμούς. Πέραν της αρνητικής
στάσης της Λιβύης,[17] της Τουρκίας[18] και της Μ. Βρετανίας, η
Ισπανία, αν και αρχικά συμφώνησε με την πρωτοβουλία Σαρκοζί, στη συνέχεια προέβη
σε μια μη αναμενόμενη κίνηση, εκφράζοντας τη δική της ιδέα για μια «Μεσογειακή
Ένωση».[19] Μολονότι η Γαλλία και η
Ισπανία συμφωνούν στη γενική ιδέα, φαίνεται πως διαφέρουν στις λεπτομέρειες. Η
Ισπανία, όπως και η Γερμανία, υποστήριξαν πως πρέπει να αποτελέσει προέκταση
της ευρύτερης πολιτικής της ΕΕ στη Μεσόγειο. Η Καγκελάριος Μέρκελ είχε μάλιστα
εκφράσει την αντίθεση της στη γαλλική πρωτοβουλία, κυρίως για το ότι θα χρηματοδοτούνταν μεν από πόρους της ΕΕ,
αποκλείοντας την ίδια στιγμή μη-μεσογειακές χώρες, γεγονός που θα προκαλούσε
διχασμό των ευρωπαίων και θα μείωνε την πραγματική επιρροή που μπορούν από
κοινού να ασκήσουν στην περιοχή.[20]
Οι αρχικές
ανησυχίες που ήθελαν τη Γαλλία να διευρύνει τα στρατηγικά της συμφέροντα σε
βάρος των ευρωπαίων εταίρων της, επιδιώκοντας παράλληλα να αυξήσει την περιφερειακή
επιρροή της, τελικά κατευνάστηκαν μέσω της ενσωμάτωσης της νέας πρωτοβουλίας
στην «ευρύτερη» ευρωπαϊκή, αναδιατυπωμένη ως «Διαδικασία της Βαρκελώνης: Ένωση
για τη Μεσόγειο». Η θεσμική δομή του νέου σχήματος συνεργασίας αναμένεται να
αποκρυσταλλωθεί στην επόμενη Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών τον προσεχή
Νοέμβριο, οπότε και θα καθοριστούν με σαφήνεια η μεθοδολογία και τα κριτήρια
αξιολόγησης, επιλεξιμότητας και έγκρισης των προγραμμάτων. Στοχεύοντας πλέον σε
ένα συμπληρωματικό και όχι ανταγωνιστικό πλαίσιο, η γαλλική πρωτοβουλία
οφείλει, έτσι, να μην θέσει σε κίνδυνο την υπάρχουσα θεσμική συνοχή και το
κεκτημένο της Βαρκελώνης, τόσο σεβόμενη το επίπεδο διαδικαστικής συναίνεσης και
κανονιστικών προσδοκιών, όσο και εστιάζοντας στις δυνατότητες (και όχι στα
όρια) μιας περισσότερο στοχευμένης και λειτουργικά προσδιορισμένης συνεργασίας
της ΕΕ στη Μεσόγειο.
Ελληνική
Εξωτερική Πολιτική και Μεσόγειος
Η Ελλάδα αποτελεί σημαντικό ναυτιλιακό
δίαυλο της Μεσογείου για τη μεταφορά ενεργειακών πόρων στην Ευρώπη, αφού βρίσκεται
σε μικρή θαλάσσια απόσταση από τις ασταθείς μεν αλλά και πλούσιες σε πετρέλαιο
και φυσικό αέριο περιοχές της Βορείου Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της
Μαύρης Θάλασσας. Η γεωπολιτική της θέση στην καρδιά της ανατολικής Μεσογείου
οδήγησε στην εξαιρετικά γρήγορη ένταξη της χώρας στο ευρωπαϊκό ενοποιητικό
εγχείρημα. Έκτοτε, η εξέλιξη των υπερεθνικών δομών επέδρασε δραστικά τόσο στην
εξωτερική πολιτική της χώρας, όσο και στην κοινωνική και οικονομική της
ανάπτυξη. Το γεγονός ότι τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη της στην ΕΕ, η Ελλάδα
δεν είχε κατάφερε να εκμεταλλευτεί την ιδιότητά-μέλους για να βελτιώσει τη θέση
της σε σχέση με τα υπόλοιπα εννέα κράτη-μέλη,[21] οφείλεται σε μεγάλο βαθμό
στο ότι από τη δεκαετία του 1980 κατέχει τη δεύτερη θέση μεταξύ των ανεπτυγμένων
χωρών με το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ
που καταναλώνεται σε αμυντικές δαπάνες και εξοπλιστικά προγράμματα.[22] Η εικόνα αυτή άλλαξε από
τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 με το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής για την
ένταξη στην Ευρωζώνη και από το 2001 με μια σημαντική μείωση και εξορθολογισμό
των αμυντικών δαπανών, η οποία και συνεχίζεται.[23]
Αντίθετα με τη Γαλλία, η οποία αντικειμενικά
κατέχει τη μεγαλύτερη ισχύ στη νότια Ευρώπη και τη Μεσόγειο, τόσο σε
οικονομικούς, όσο και σε πολιτικο-στρατιωτικούς και διπλωματικούς πόρους, και
τις Ισπανία και Ιταλία, οι οποίες έχουν επιδείξει αυξημένο ενδιαφέρον για να
δημιουργήσουν ισχυρότερους δεσμούς με τις χώρες της περιοχής, οι εξωτερικές
διαδράσεις της Ελλάδας είναι πιο σπασμωδικές και περιορισμένες, σε βαθμό που να
έχει κατηγορηθεί για αδιαφορία στις μεσογειακές υποθέσεις της Ευρώπης, με
εξαίρεση τα σχετικά με την Τουρκία και το Κυπριακό θέματα.[24] Οι επιδιώξεις της
ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έχουν χαρακτηριστεί ως «μη ορθολογικές»,
«στενές», «ακατανόητες», «επιθετικές» ακόμη και «παράλογες». Ομοίως, και η
ακαδημαϊκή κοινότητα ομόθυμα καταδίκαζε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90
την ελληνική εξωτερική πολιτική ως «αναποτελεσματική», «ασταθή» και
«σπασμωδική».[25]
Τέτοια παραδείγματα στην εξωτερική μας πολιτική αποτελούν η εισήγηση για
εμπάργκο στα Σκόπια στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, η απειλή για βέτο στην
Τελωνειακή Ένωση της Τουρκίας με την ΕΕ και πιο πρόσφατα στη Σύνοδο της
Ατλαντικής Συμμαχίας στο Βουκουρέστι για την ένταξη των Σκοπίων με τη συνταγματική
τους ονομασία.
Προσπαθώντας
να εξηγήσει τις εμμονές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η πλειονότητα των
αναλύσεων τονίζει ότι από την εποχή της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους
στην ελληνική κοινωνία βρίσκεται βαθιά ριζωμένη μια διάχυτη πεποίθηση απειλής,
η οποία αναμφίβολα ενισχύθηκε με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974
και την μετέπειτα αναθεωρητική της στάση στο Αιγαίο. Στη διάρκεια του Ψυχρού
Πολέμου, η κυρίαρχη θέση των ΗΠΑ στην ανατολική Μεσόγειο και τα σχεδόν
ανελαστικά συμφέροντά της στη Μέση Ανατολή, αναγόρευσαν τη διαχείριση των
πιέσεων από το τρίγωνο Αθήνα-Ουάσιγκτον-Άγκυρα για την ασφάλεια και την
πολιτική αυτονομία της χώρας σε αποκλειστικό σχεδόν πρόβλημα για την ελληνική
εξωτερική πολιτική. [26]
Από το 1974 και μετά, η Αθήνα προσπαθεί να αμβλύνει τις πιέσεις ενός δυσμενούς
στρατηγικού περιβάλλοντος στην ανατολική Μεσόγειο.[27]
Το
Κυπριακό, αποτέλεσε άλλωστε και αιτία η Ελλάδα, ένα από τα ισχυρότερα
αμερικανικά προπύργια, να αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.[28] Το ότι ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής θεωρούσε την Ελλάδα αναπόσπαστο κομμάτι της Δύσης, δε σήμαινε και
τυφλή προσήλωση στις ατλαντικές δομές. Αντίθετα, θεωρούσε τη διαδικασία της
ευρωπαϊκής ενοποίησης σημαντικότερη για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη
αλλά και τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας
της χώρας.[29] Προσπαθώντας να επιτύχει
την απεξάρτηση από τις ΗΠΑ και καθώς η Γαλλία προέβαλε ως η πιο ένθερμη οπαδός
της ελληνικής ένταξης, το σύνθημα «Ελλάς-Γαλλία, Συμμαχία» δεν αποτελούσε απλώς
ένα ρητορικό σχήμα, αλλά αντανακλούσε τη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να
συμπλεύσει με την πολιτικά ισχυρότερη χώρα της Δυτικής Ευρώπης.[30] Όμως για μια μικρή χώρα,
όπως η Ελλάδα, με έντονη την απειλή της Τουρκίας, το πρόβλημα της απεξάρτησης
από τις ΗΠΑ παρέμεινε άλυτο παρά τις προσπάθειες, τόσο του «γκωλικού» Καραμανλή
στη δεκαετία το ’70 και του «τριτοκοσμικού» Παπανδρέου στη δεκαετία του ’80.[31]
Η
ελληνική εξωτερική πολιτική στη περιοχή κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου
ήταν σταθερά φιλοαραβική - αν και παρουσιάζει κάποιες διαφοροποιήσεις, ανάλογα
με την εναλλαγή των κυβερνήσεων - και ψυχρή ως προς το Ισραήλ, ως το 1990.[32] Μετά το 1974, τόσο οι
κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όσο και του Ανδρέα Παπανδρέου δεν
υπερέβησαν τους διπολικούς περιορισμούς στο περιφερειακό σύστημα, ούτε
αμφισβήτησαν, παρά τη διαφορετική ρητορική της κάθε μιας, τις βασικές επιλογές
των ΗΠΑ στην περιοχή.[33] Παρέμειναν επίσης σχετικά
σταθερές ως προς τους στόχους τους, οι οποίοι, αν και με διαφορετική ιεράρχηση,
συνοπτικά ήταν:
·
Η
στήριξη από τις αραβικές χώρες στο Κυπριακό ζήτημα.[34]
·
Η
ενεργειακή εξάρτηση της χώρας στο αραβικό πετρέλαιο.
·
Η
ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων με τις αραβικές χώρες.
·
Η
αναζήτηση περιφερειακών συμμάχων, ώστε να αντισταθμιστούν οι αμερικανικές
πιέσεις σε εθνικά θέματα.
·
Η
προσπάθεια να απομονώσει την Τουρκία από τις αραβικές χώρες.[35]
·
Η
εξισορρόπηση της στρατηγικής συνεργασίας Τουρκίας-Ισραήλ.
·
Η
προστασία των ελληνικών κοινοτήτων και των προνομίων των Ορθόδοξων Πατριαρχείων
Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και της Μονής της Αγίας Αικατερίνης
στο Σινά.
·
Η
εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πολυάριθμων ελληνικών παροικιών στην περιοχή
για όσο διάστημα αυτές διατηρούνταν.[36]
Οι
στόχοι αυτοί λίγο έως πολύ επιτεύχθηκαν, καθώς τα αραβικά κράτη συνέχισαν να
τηρούν ευνοϊκή στάση όσον αφορά στο Κυπριακό, η Ελλάδα βγήκε σχεδόν αλώβητη από
την έξαρση τρομοκρατικών ενεργειών των φονταμενταλιστικών οργανώσεων σε σχέση
με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οικονομικές συναλλαγές με τις χώρες της περιοχής διευρύνθηκαν
την εικοσαετία ‘60-’80, με αποκορύφωμα το 1981 όπου η απορροφούσε το 30% των
ελληνικών εξαγωγών, ενώ το κύρος της χώρας στον αραβικό κόσμο αυξήθηκε
ιδιαίτερα, όταν μετά την εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο το 1982, ο τότε
πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, έστειλε ελληνικά πλοία στη Βηρυτό για να
μεταφέρουν τον ηγέτη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης σε
ασφαλές σημείο.[37]
Αν και ο Ανδρέας Παπανδρέου τοποθέτησε, τουλάχιστον στην αρχή της πρωθυπουργίας
του τις ελληνο-αραβικές σχέσεις στην κορυφή των προτεραιοτήτων της ελληνικής
εξωτερικής πολιτικής, η γενικευμένη φιλοαραβική στάση η οποία λανθασμένα αντιμετώπισε
τον αραβικό κόσμο ως ένα ενιαίο σύνολο, πολλές φορές ενεπλάκη στις
ενδο-αραβικές και ενδο-μουσουλμανικές διαμάχες.[38]
Αποτελεί
κοινή αντίληψη των περισσότερων ειδικών αναλυτών ότι υπάρχουν τρεις διακριτές
περίοδοι φιλοαραβισμού: αυτή του συντηρητικού φιλοαραβισμού (1948- 1967), του
πολυδιάστατου φιλοαραβισμού της ΝΔ (1974-1981) και του ριζοσπαστικού
φιλοαραβισμού του ΠΑΣΟΚ (1981-1989).[39] Η φιλοαραβική εικόνα της
Ελλάδας μετριάστηκε το 1990, όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, παράλληλα με τις
προσπάθειες βελτίωσης των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων, αναγνώρισε το κράτος του
Ισραήλ, αναβαθμίζοντας τις διπλωματικές σχέσεις από το επίπεδο των
Αντιπροσωπειών σε εκείνο των Πρεσβειών. Αυτή η στάση συνεχίστηκε και από την
επόμενη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, υπογράφοντας μάλιστα το 1994 μια
στρατιωτική συμφωνία για έρευνα και διάσωση, η οποία όμως, ουδέποτε
ενεργοποιήθηκε.[40]
Σταδιακά τη δεκαετία του ‘90 το Ισραήλ κατέστη ο σημαντικότερος εμπορικός μας
εταίρος στη Μεσόγειο, γεγονός όμως που
οφείλεται στις κακές επιδόσεις των αραβικών οικονομιών μετά τη δεκαετία του
‘80.[41]
Αν
και το Ισραήλ είχε δείξει επανειλημμένα ενδιαφέρον για την ανάπτυξη στρατηγικής
συνεργασίας με την Ελλάδα, εντούτοις, οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί με τα
ριζοσπαστικά καθεστώτα της περιοχής στη δεκαετία το ’80 και το σύνδρομο του
«Τουρκο-ισραηλινού άξονα» της δεκαετίας του ‘90 σε συνδυασμό με το ζήτημα της
εγκατάστασης των S300 στην Κύπρο καθυστέρησαν
την εξισορρόπηση της μεταψυχροπολεμικής ελληνικής πολιτικής στο Μεσανατολικό,
κάτι το οποίο επετεύχθη μετά την επίσημη επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας
κ. Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου το Μάιο του 2000.[42] Έκτοτε, στο κρίσιμο
ζήτημα της αραβο-ισραηλινής διαμάχης, η Ελλάδα υποστηρίζει την ειρηνευτική
διαδικασία στο πλαίσιο του Οδικού Χάρτη, με στόχο την επίτευξη συμφωνημένης
λύσεως στη βάση της αρχής των δύο κρατών και των σχετικών αποφάσεων των
Ηνωμένων Εθνών. Τάσσεται υπέρ της εφαρμογής του σχεδίου απαγκιστρώσεως από τη
Λωρίδα της Γάζας και το βόρειο τμήμα της Δυτικής Όχθης, υπό τις προϋποθέσεις
που έθεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου 2004.[43] Η Ελλάδα υποστηρίζει τη
συνολική επίλυση του Μεσανατολικού, με τη συμπερίληψη και της συριο-λιβανικής
πτυχής του, στο πλαίσιο επίσης των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών και της αρχής
«land for peace» από τη Διάσκεψη της Μαδρίτης.
Από τα μέσα της
δεκαετίας ‘90 οικοδομήθηκε μια συνεκτική πολιτική διεύρυνσης των διεθνών
ερεισμάτων για την αντιμετώπιση του βασικού προβλήματος ασφάλειας της χώρας,
της τουρκικής επιθετικότητας και των εδαφικών της αξιώσεων, αλλά και επιμέρους
προβλημάτων, όπως αυτό με την ονομασία των Σκοπίων. Η Ελλάδα εγκαινίασε μία πολιτική
προσέγγισης με την Τουρκία, η οποία αναμφισβήτητα οδήγησε σε βελτίωση των σχέσεων
στο Αιγαίο. Σε αυτό βοήθησε και η επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης με τη
στρατιωτική αναβάθμιση της ΕΕ, η οποία κατέστησε, σχεδόν με ένα παράδοξο τρόπο,
το ευρωπαϊκό οπλοστάσιο της χώρας απέναντι στην Τουρκία περισσότερο
αποτελεσματικό απ’ότι στο παρελθόν, ιδιαίτερα από τη στιγμή που στις πλείστες
των περιπτώσεων η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ελλάδα εντάσσεται όλο και
περισσότερο στο πλαίσιο της συνολικότερης ευρωπαϊκής πολιτικής της Ουάσιγκτον.
Ο μονόδρομος της ευρωπαϊκής στρατηγικής της Τουρκίας και η ορθολογική χρήση των
ευρωπαϊκών στρατηγικών αναγκών και εξαρτήσεων της Τουρκίας από τις ελληνικές
κυβερνήσεις κατάφερε να καταστήσει την ΕΕ σημαντικότατο παράγοντα στο δίπολο
Ελλάδα-Τουρκία αλλά και στο τρίγωνο Αθήνα-Ουάσιγκτον-Άγκυρα.[44]
Στη
νέα περίοδο, οι εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας με τις νότιες μεσογειακές χώρες έχουν
αναπτυχθεί τόσο σε διμερές επίπεδο, όσο και στο πλαίσιο των πολυμερών σχέσεων
που έχει αναπτύξει η ΕΕ στην περιοχή, αλλά και στο πλαίσιο του Μεσογειακού
Φόρουμ, στο οποίο η Ελλάδα άσκησε την Προεδρία το 2002, καταλήγοντας στην
«Διακήρυξη της Δήλου». Στη
νέα περίοδο, η Ελλάδα, η οποία στο παρελθόν είχε κατηγορηθεί για αποχή από τις
Μεσογειακές υποθέσεις της ΕΕ, κατάφερε να υπερνικήσει την εικόνα του
«αδιάφορου» επαναφέροντας τα θέματα της Μεσογείου στο πλαίσιο της Ελληνικής
Προεδρίας το 1994.[45] Στη Σύνοδο της Κέρκυρας,
τα μέλη της ΕΕ προσυπέγραψαν την ιδέα να συγκαλέσουν Ευρω-Μεσογειακή Διάσκεψη
κατά τη διάρκεια της Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ από την Ισπανία, το
Νοέμβριο του 1995. Η τελευταία - που σύμφωνα με τις περισσότερες απόψεις
αποτελεί μια χώρα μεσαίων δυνατοτήτων - κατάφερε να παίξει σημαντικότατο ρόλο
στην αναπροσαρμογή και ενίσχυση της μεσογειακής πολιτικής της ΕΕ.[46] Η αύξηση της επιρροής της
Ισπανίας μπορεί να αποδοθεί στη μακρά περίοδο εσωτερικής πολιτικής σταθερότητας
υπό την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, στην επιτυχή οικονομική ανάπτυξη,
στην υιοθέτηση μιας περισσότερο ενεργητικής πολιτικής στη Μεσόγειο και στην
ύπαρξη μιας ευρείας εσωτερικής συνείδησης για το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης.
Αντίστοιχα,
μετά από μια περίοδο σημαντικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας, στη
διάρκεια της οποίας η χώρα μετασχηματίσθηκε σε μέλος της Ευρω-ζώνης, η
εξωτερική πολιτική άρχισε να φαίνεται ότι μπορεί να κερδίσει το στοίχημα του
εκσυγχρονισμού και της μεταμόρφωσης από «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης, σε ισότιμο
εταίρο στις συζητήσεις για το μέλλον της ΕΕ και σε παράγοντα σταθερότητας στα
Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο. Με καθυστέρηση περίπου μίας δεκαετίας, από
την κρίση που προκάλεσε η υπόθεση Οτσαλάν το Φεβρουάριο του 1999 (βλάπτοντας
σημαντικά την φιλοαραβική εικόνα της χώρας), μέχρι το Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ
στην Κοπεγχάγη το Δεκέμβριο του 2002, η ελληνική εξωτερική πολιτική γνώρισε τη
δική της επανάσταση.[47] Η αλλαγή αυτή αποτυπώθηκε
στην ιδιαίτερα εποικοδομητική Ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ,[48] κατά τη διάρκεια της
οποίας εκτός του ότι οριστικοποιήθηκε και η διεύρυνση και κατέστη λειτουργική
την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΠΑΑ), αναδείχθηκαν και καίρια
θέματα των περιφερειακών σχέσεών της και διαχειρίστηκε επιδέξια την κρίση στο
Ιράκ, ενισχύοντας σημαντικά την προβολή της χώρας στους ευρωπαίους και
μεσογειακούς εταίρους.
Αξίζει
να σημειωθεί, ότι σε μια περίοδο ιδιαιτέρως δύσκολη, κυρίως λόγω του πολέμου
στο Ιράκ και της συνολικής επιδείνωσης της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, η
Ελληνική Προεδρία στα θέματα της ΕΠΑΑ – που διήρκεσε ένα 12μηνο, λόγω της
αποχής της Δανίας από αυτό το πεδίο – έθεσε ουσιαστικούς στόχους για την
αναβάθμιση της συνεργασίας στη Μεσόγειο. Η ελληνική πρωτοβουλία για την
αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος και τη θεσμοθέτηση του πολιτικού διαλόγου σε
θέματα ασφάλειας και άμυνας ήταν επιτακτική από τις διαφορετικές αντιλήψεις για
την περιφερειακή ασφάλεια και τη δυσπιστία μεταξύ των εταίρων, η οποία είχε
αυξηθεί σημαντικά.[49] Μία ισχυρή αμυντικά ΕΕ
δεν συνεπάγεται τη δημιουργία μιας Ευρώπης «φρούριο», και επομένως, κρίθηκε
σημαντικό να αναπτυχθεί ένας πρόσθετος δίαυλος επικοινωνίας για την ΕΠΑΑ. Χάριν
της πρότασης της Ισπανικής Προεδρίας το Μάιο του 2002, την οποία η Ελλάδα
ουσιαστικά υλοποίησε, με πρωτοβουλία του Ελληνικού Υπουργείου Εθνικής Άμυνας
διοργανώθηκαν σεμινάρια, όπου διασαφηνίζοντας θέματα διαχείρισης κρίσεων και
αμβλύνοντας πιθανές παρερμηνείες προήγαγαν την περιφερειακή συνεργασία, με
τελικό στόχο την ευόδωση μιας συνεργατικής αντίληψης περί στρατηγικής
διακυβέρνησης στη Μεσόγειο.[50]
Στην Ενδιάμεση
Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών της Ευρω-Μεσογειακής Συνεργασίας στο Ηράκλειο κατεγράφη η συντελεσθείσα πρόοδος,
ιδιαίτερα ως προς την εφαρμογή του Σχεδίου Δράσης της Βαλένσια, και δόθηκε νέα
ώθηση στην ολοκλήρωση του πλέγματος των Συμφωνιών Σύνδεσης. Στο πλαίσιο
του τρίτου πυλώνα, υιοθετήθηκε ομόφωνα η «Δήλωση της Κρήτης», κείμενο που
περιέχει τις Κατευθυντήριες Αρχές που διέπουν το Διάλογο μεταξύ των Πολιτισμών
και συμφωνήθηκαν οι στόχοι, οι αρχές, οι δραστηριότητες και η σύσταση του
«Ευρω-Μεσογειακού Ιδρύματος Anna Lindh για το Διάλογο μεταξύ των Πολιτισμών»
και τη συνεργασία στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών.[51] Στο πλαίσιο της
οικονομικής συνεργασίας, στην 3η Ευρω-Μεσογειακή Διάσκεψη των
Υπουργών Ενέργειας που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, τέθηκαν οι προϋποθέσεις
περιφερειακής συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα και συμφωνήθηκε η υλοποίηση
προγραμμάτων ενεργειακής διασύνδεσης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης.
Σημαντική ήταν και η πρωτοβουλία ένταξης της
Ευρω-Μεσογειακής Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, ως συμβουλευτικού οργάνου στη
Διαδικασία της Βαρκελώνης, ενδυναμώνοντας τη νομιμοποίηση και τη διαφάνεια της
ευρωπαϊκής πολιτικής στη Μεσόγειο, καθώς έμμεσα πλέον θα εκπροσωπούνται όλοι οι
πολίτες της Μεσογείου.[52] Στην εναρκτήρια
σύνοδο, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις εργασίες της οποίας συμμετείχαν
επίσημοι εκπρόσωποι των εθνικών κοινοβουλίων των μελών της ΕΕ, των Μεσογειακών
εταίρων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, βουλευτές από άλλες υποψήφιες προς
ένταξη στην ΕΕ χώρες και από τα Βαλκάνια, καθώς και εκπρόσωποι της Λιβύης, της
Μαυριτανίας και άλλων διεθνών οργανισμών και ενώσεων, υιοθετήθηκε ομόφωνα
Σχέδιο Κανονισμού, με κύριους στόχους την ενίσχυση της περιφερειακής ασφάλειας,
την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την προώθηση της περιφερειακής ζώνης
ελεύθερου εμπορίου έως το 2010 και την ενίσχυση του δια-πολιτισμικού διαλόγου
με σεβασμό στον πολιτισμό και τη διαφορετικότητα των λαών.[53]
Το 2004,
έτος κατά το οποίο η Ελλάδα πέτυχε την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας,
μεταβάλλοντας την ισορροπία δυνάμεων υπέρ των Ελληνοκυπρίων, συνοδεύτηκε από
την απαξίωση της πάγιας πολιτικής των ελληνικών και κυπριακών κυβερνήσεων
«διεθνοποίησης» του Κυπριακού. Οι προσπάθειες του Γ.Γ. του ΟΗΕ κ. Κ. Ανάν για
επίλυση του προβλήματος πριν την ένταξη στην ΕΕ, απέτυχαν όταν στα σχετικά
δημοψηφίσματα, η ελληνοκυπριακή πλευρά τάχθηκε εναντίον του σχεδίου. Παράλληλα,
το γεγονός ότι η Ελλάδα ουσιαστικά παραιτήθηκε από τα διαπραγματευτικά
περιθώρια που της προσέφερε το Ελσίνκι για την ημερομηνία έναρξης της
ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας, καταδεικνύει ότι οι βασικές συνισταμένες
αυτής της τάσης έχουν ανατραπεί.[54] Είναι γεγονός πως μετά
την αλλαγή σκυτάλης στην διακυβέρνηση της χώρας το 2004, υπάρχουν μεταβολές
στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, ειδικά στον τρόπο χειρισμού της
Τουρκίας.[55]
Σε ότι αφορά τη Μεσόγειο, οι υποσχέσεις για σημαντική αναβάθμιση των διμερών
σχέσεων της Ελλάδας με τις χώρες της περιοχής, πέρα από μια επίσκεψη του
πρωθυπουργού στην Αίγυπτο, χώρα για την οποία είχε επιδειχθεί ιδιαίτερο
ενδιαφέρον πριν τις εκλογές του 2004,[56] μέχρι σήμερα δεν έχουν
ευοδωθεί.
Είναι γεγονός,
ωστόσο, πως η κυβέρνηση και προσωπικά ο ίδιος ο πρρωθυπουργός της Ελλάδας στήριξε την πρωτοβουλία Σαρκοζί για
τη Μεσόγειο σε όλα τα στάδια που οδήγησαν
στην ίδρυσή της,[57] θεωρώντας τη μια
εξαιρετική ευκαιρία για την περαιτέρω ενδυνάμωση της συνεργασίας με τον Γάλλο
Πρόεδρο, η οποία εξαργυρώθηκε με τη στήριξή του στο θέμα της ονομασίας των
Σκοπίων. Πρόκειται για μια πρόσκαιρη επιλογή σκοπιμότητας, ή για την επίδειξη
γνήσιου ενδιαφέροντος αναβάθμισης του ελληνικού παράγοντα στην περιοχή, μέσω
της «σύμπλευσης» με τον ισχυρότερο περιφερειακό δρώντα και παραδοσιακό σύμμαχο
στην Ευρώπη;
Η
ανάπτυξη των θαλάσσιων διαδρομών και η μετατροπή της Ελλάδας σε κόμβο για τις
συνδυασμένες μεταφορές στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου αποτελεί,
σύμφωνα με τον πρωθυπουργό κ. Καραμανλή, τον κυρίαρχο στόχο της συμμετοχής στην
πρωτοβουλία Σαρκοζί.[58] Έντονο ενδιαφέρον εκφράζεται για τα
προγράμματα που θα αφορούν διευκόλυνση της μετακίνησης προσώπων και αγαθών μέσω
της διασύνδεσης λιμανιών στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, καθώς και την ανάπτυξη
του τομέα της ηλιακής ενέργειας. Ταυτόχρονα, το Υπουργείο Εξωτερικών εγκαινίασε
δημόσιο διάλογο με φορείς από το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ώστε να συλλέξει
προτάσεις, στο πλαίσιο των τομέων που υιοθετήθηκαν στην ιδρυτική σύνοδο στο
Παρίσι, οι οποίες θα υποβληθούν στα υπό ίδρυση αρμόδια όργανα του νέου
περιφερειακού σχήματος.[59] Η επίσκεψη του προέδρου Σαρκοζί στην Αθήνα
και ο λόγος που εκφώνησε στο ελληνικό κοινοβούλιο εξαγγέλλοντας το
«Ελλάς-Γαλλία-Νέα Συμμαχία» επιβεβαίωσαν τους ιδιαίτερους δεσμούς που υφίσταται
μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίοι δεν προσδιορίζονται μόνο από τις κοινές
ιστορικές διαδρομές που ακολούθησαν οι δύο χώρες, αλλά πρωτίστως, «από τις σε
μεγάλο βαθμό συγκλίνουσες επιδιώξεις και συμφέροντα σε ένα ευρύτατο φάσμα
θεμάτων εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου αναφοράς, με χαρακτηριστικότερο
παράδειγμα, την Ένωση για τη Μεσόγειο».[60]
Συμπερασματικές Σκέψεις και Προτάσεις
Η
γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας στη Μεσόγειο επιτάσσει α) την ανάπτυξη της
μεσογειακής διάστασης στην ελληνική εξωτερική πολιτική με δέσμευση των
απαραίτητων πόρων και αναβάθμιση των σχετικών υπηρεσιών, β) την ανάληψη
πρωτοβουλιών για το συντονισμό και την ενίσχυση των νοτιο-ευρωπαϊκών
προσπαθειών εξισορρόπησης στην υπερ-διευρυμένη ΕΕ, και γ) την αναζήτηση νέων
στρατηγικών εταίρων, μέσω των προγραμμάτων ενισχυμένης συνεργασίας που θα
λάβουν χώρα στο πλαίσιο της «Διαδικασίας της Βαρκελώνης: Ένωση για τη Μεσόγειο»,
όπως διαμορφώθηκε μετά την πρόσφατη Σύνοδο στο Παρίσι.
Μέσα
σ’ ένα εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον
στην καρδιά της ανατολικής Μεσογείου, η Ελλάδα βρίσκεται εκτεθειμένη σε μια
σειρά από νέες απειλές όπως, τα μαζικά μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα,
το διασυνοριακό έγκλημα, η διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής και βαλλιστικών
πυραύλων, οι ασύμμετρες απειλές και η εντεινόμενη περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Στα προσεχή έτη η Ελλάδα πρόκειται να αφιερώσει περισσότερους πόρους στις
σχέσεις με την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τη νέα Ρωσία για τα θέματα αυτά, τα οποία,
ωστόσο, θα μπορούσαν να αποτελέσουν και το επίκεντρο νέων προσπαθειών
συνεργασίας, τόσο με τις χώρες τις νότιας Ευρώπης που αντιμετωπίζουν τα ίδια
προβλήματα, όσο και σε διμερές επίπεδο με χώρες-κλειδιά στην ανατολική
Μεσόγειο, όπως η Τουρκία, το Ισραήλ, η Ιορδανία και η Αίγυπτος, .[61]
Καθώς
οι ορίζοντες της σύγχρονης Ελλάδας έχουν διευρυνθεί, θα μπορούσε να συμβάλλει
περισσότερο ενεργά στις ευρωπαϊκές προσπάθειες ενίσχυσης της συνεργασίας στη
Μεσόγειο. Αξιοποιώντας τις παραδοσιακά καλές της σχέσεις με τις αραβικές χώρες
και πλέον και το Ισραήλ, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αναδειχτεί σε «γέφυρα»
μεταξύ Βορρά-Νότου, συμβάλλοντας στην προώθηση των ευρωπαϊκών συνεργατικών και
αναπτυξιακών δράσεων στην περιοχή. Η προσφορά βιώσιμης αναπτυξιακής προοπτικής
είναι η καλύτερη εγγύηση για τη σταθερότητά στο Νότο και για τη δική μας
ασφάλεια, ενώ μέσα από την ιδιαίτερα προνομιακή θέση από πλευράς οικονομικής
και πολιτικής ανάπτυξης, ο ελληνικός παράγοντας στην περιοχή θα αναβαθμιστεί.
Οι θαλάσσιες μεταφορές, ο τουρισμός, οι ενεργειακές υποδομές, οι τεχνολογίες
πληροφορικής και επικοινωνιών, η βιομηχανική παραγωγή, το εμπόριο, η εκπαίδευση
και ο πολιτισμός προσφέρουν σοβαρά περιθώρια ανάπτυξης, καθώς μπορεί να
αναβαθμιστεί, ως περιφερειακός κόμβος συνδυασμένων μεταφορών, διαμετακομιστικού
εμπορίου, ενεργειακών διασυνδέσεων, τουριστικών και πολιτιστικών συνεργασιών.
Η απελευθέρωση από τους περιορισμούς του διπολισμού
επέτρεψε στις νότιες ευρωπαϊκές χώρες να παίξουν μετά το 1989 έναν πιο άμεσο
ρόλο στις περιφερειακές εξελίξεις. Η δυνατότητα που τους παρέχει η ΕΕ να
θεσμοθετήσουν τη συνεργασία των ναυτικών τους δυνάμεων στην περιοχή,
σχεδιάζοντας κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις αποτροπής, οδήγησαν τη Γαλλία,
την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία να εγκαθιδρύσουν μια κοινή ναυτική
δύναμη, την Ευρωπαϊκή Ναυτική Δύναμη, γνωστή ως EuroMarFor, η οποία αντιστάθμισε μερικώς την κυρίαρχη
θέση των ΗΠΑ στην περιοχή.[62] Η Ελλάδα θα πρέπει να
διερευνήσει τη συμμετοχή της σε αυτήν τη νοτιο-ευρωπαϊκή ενισχυμένη συνεργασία,
επεκτείνοντας τη δράση της στην ανατολική Μεσόγειο και ανοίγοντας ένα νέο
μέτωπο συνεργασίας με την Τουρκία και ενδεχομένως το Ισραήλ.
Εξαιτίας του περιεχομένου αλλά και του
μεγέθους της – μετά τη Σύνοδο στη Λισσαβόνα περιλαμβάνει συνολικά 39 μέλη (27
κράτη-μέλη της ΕΕ, 10 Μεσογειακά, την Μαυριτανία και την Αλβανία)- η Διαδικασία
της Βαρκελώνης αποτελεί το σημαντικότερο περιφερειακό όχημα στη διαδικασία μεταψυχροπολεμικού
μετασχηματισμού της Μεσογείου. Μια τέτοια μακρο-διαδικασία δεν μπορεί παρά να
προχωρήσει με δοκιμασίες, λάθη και πισωγυρίσματα. Ενώ δεν θα πρέπει να
περιμένουμε «θαύματα» σε ένα τόσο δύσκολο περιφερειακό σύστημα, δεν θα πρέπει
όμως και να ξεχνάμε ότι ο σχεδιασμός, η λειτουργία και η αποτελεσματικότητα
συστημάτων διεθνικής συνεργασίας και συλλογικής ασφάλειας απαιτούν μέγιστη
ικανότητα διακυβέρνησης, η οποία στο μεν μεσογειακό Νότο δεν υφίσταται, ενώ στο
Βορρά το πρόβλημα επικεντρώνεται στην έλλειψη πολιτικής διάθεσης για
συν-διαχείριση των περιφερειακών προκλήσεων.
Αν
και η συνεργασία μεταξύ των νότιων ευρωπαϊκών χωρών σε θέματα ασφαλείας δεν
είναι εξίσου αγαστή με την οικονομική, εντούτοις, οι χώρες της νότιας Ευρώπης
μοιράζονται κοινά προβλήματα και θεωρούν ότι πρέπει να δημιουργήσουν
ισχυρότερους κοινωνικούς και οικονομικούς δεσμούς μεταξύ τους, ενώ σχεδόν πάντα
προβάλλουν με έμφαση τα θέματα που αφορούν την περιοχή της Μεσογείου στα
Ευρωπαϊκά Συμβούλια. Επειδή η διεύρυνση
της ΕΕ και η αυξανόμενη πολυμορφία έχουν δημιουργήσει προβλήματα στην
αναγνώριση κοινών συμφερόντων στη Μεσόγειο, είναι κρίσιμο να διερευνηθούν τα
εθνικά μας συμφέροντα σε σχέση με τις προσπάθειες των νότιων ευρωπαϊκών κρατών
για εξισορρόπηση εντός της ΕΕ, το κέντρο βάρους της οποίας απομακρύνεται
σταθερά από τη Μεσόγειο.
Απέχοντας για μεγάλο διάστημα από τις
συζητήσεις στην ΕΕ, το ζήτημα της Μεσογείου, όπως επανήλθε μέσα από την πρόταση
Σαρκοζί, κατέστη επίμαχο θέμα, καθώς θα μπορούσε να αποτελέσει λύση, τόσο για
το «απομονωμένο» σε έναν ουσιαστικά Ευρω-αραβικό διάλογο Ισραήλ, όσο και για
την Τουρκία στο πλαίσιο μιας ειδικής σχέσης με την ΕΕ, παράλληλα με τη
διαδικασία απόκτησης της ιδιότητας μέλους. Δεδομένου ότι η γαλλική πρωτοβουλία
ενσωματώθηκε και θα βασιστεί στο κεκτημένο της Βαρκελώνης, οι πρωτοβουλίες που
θα αναληφθούν δεν θα πρέπει να διακινδυνεύσουν περαιτέρω τον όποιο βαθμό
συνοχής έχει επιτευχθεί, τόσο σε επίπεδο διαδικαστικής συναίνεσης, όσο και σε
επίπεδο συγκλινουσών προσδοκιών και προτιμήσεων. Συνεπώς η έμφαση πρέπει να
αποδοθεί στις δυνατότητες μιας περισσότερο στοχευμένης συνεργασίας, με
επίκεντρο τη θέσπιση κοινών λειτουργικών προγραμμάτων μεταξύ των εταίρων.
Η Ελλάδα, όσο και οι υπόλοιπες χώρες που
συμμετέχουν στη νέα πρωτοβουλία στην περιοχή θα πρέπει να επενδύσουν εμπράκτως,
και όχι μόνον διακηρυκτικά, σε έναν πλουραλισμό συμβίωσης, μέσα από ένα
συμμετοχικό καθεστώς διαχείρισης των σύνθετων προβλημάτων ασφάλειας που
χαρακτηρίζουν τη μεταψυχροπολεμική Μεσόγειο. Μόνον έτσι θα είναι σε θέση να
προσδώσει μια ποιότητα συστημικού πολυμερισμού, η οποία δεν θα αποσκοπεί στην
«εξαγωγή» ενός αξιακού συστήματος ή προτύπου, αλλά σε μια αμοιβαία αποδεκτή
δέσμη αρχών για έναν κοινό προορισμό, με πρώτο βήμα την αποτελεσματική
συν-διαχείριση των κοινών περιφερειακών προκλήσεων.[63]
Το πλαίσιο στρατηγικής συνεργασίας που έχει
διαμορφωθεί στη μεταψυχροπολεμική Μεσόγειο υπαγορεύει την καλλιέργεια μιας
κοινής κουλτούρας σε θέματα ασφάλειας, την ανάπτυξη μηχανισμών έγκαιρης
προειδοποίησης και την πρόληψη συγκρούσεων. Ενώ η ενίσχυση του πολιτικού
διαλόγου παραμένει κεντρική προτεραιότητα, θα πρέπει, παράλληλα, να συνεχιστούν
οι προσπάθειες οικοδόμησης εμπιστοσύνης και σχέσεων καλής γειτονίας,
ενισχύοντας τη συνεργασία σε θέματα ασφάλειας και προληπτικής διπλωματίας.[64] Στο πλαίσιο αυτό, οι
προτάσεις για μια Ευρω-Μεσογειακή Ακτοφυλακή και για ένα ολοκληρωμένο δίκτυο
για την πρόληψη των συγκρούσεων στη Μεσόγειο,[65] αποτελούν πεδία των περιφερειακών
σχέσεων στα οποία η Ελλάδα θα μπορούσε να οικοδομήσει νέες στρατηγικές σχέσεις
με τις χώρες της ανατολικής Μεσογείου, ενισχύοντας και επεκτείνοντας,
παράλληλα, το πεδίο στρατηγικής συνεργασίας με τις νότιες ευρωπαϊκές χώρες.
[1] Ενδεικτικά βλέπε στα W. Weidenfeld, Challenges in the Mediterranean: The
European Response, Bertelsman Foundation, Gutersloh, 1991, I. O. Lesser, Mediterranean Security: New Perspectives and Implications for US Policy,
RAND, Santa Monica, 1992,
P. Ludlow, (επιμ.), Europe and the Mediterranean, CEPS for Brassey’s, London, 1994, και R. Aliboni, G. Joffe
& T. Niblock (επιμ.),
Security Challenges in the Mediterranean
Region, Frank Cass, London 1996.
[2] Το Ισλάμ στοιχειώνει τη φαντασία
στη Δύση ως μια ακραία μορφή πίστης που υποστηρίζει την αυταρχική διακυβέρνηση,
τον πόλεμο και την τρομοκρατία. Αν και αποτελεί ένα φαινόμενο πιο σύνθετο από
εκείνο που η σημερινή φονταμενταλιστική τάση έχει επιτρέψει να φανεί, ωστόσο, η
προβληματική που έχει αναπτυχθεί γύρω από η θρησκεία του Ισλάμ, τα γεωγραφικά
της όρια και τη «φοβική» σχέση που έχει με τη Δύση, εμφανίζει στη Μεσόγειο το
πολιτικό Ισλάμ να απειλεί τον κοσμικό ευρωπαϊκό εθνικισμό ο οποίος κυριαρχεί
στην περιοχή, η οποία όμως ήταν ισλαμική για περισσότερο από μια χιλιετία.
Κοινός τόπος στην ισλαμική ρητορική είναι η «επιστροφή» σε ένα αμιγώς ισλαμικό
κοινωνικό σύστημα και υπό το πρίσμα αυτό, το κοσμικό κράτος-έθνος αποτελεί
κεκαλυμμένη προέκταση της εξωτερικής (δυτικής) επιρροής. Σε αυτό το (πολιτικό)
επίπεδο, υφίσταται η σύγκρουση Ισλάμ-Δύσης περισσότερο παρά στο αμιγώς
θρησκευτικό. Βλέπε αναλυτικότερα στο H. Agha, «The Middle East and Europe:
the Post-Cold War Climate», στο H. Miall (επιμ.), Redefining Europe: New Patterns of Conflict and
Co-operation, Pinter publishers,
[3] St. C.
Calleya & Δ. Κ. Ξενάκης, «Εξω-περιφερειακή
Παρέμβαση στη Μεσόγειο: Ο Ρόλος των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ», Γεωστρατηγική, Τ. 13,
Ιανουάριος-Απρίλιος 2008, υπό έκδοση.
[4] Ν. Ayubi, Over-Stating the
[5] Η διεθνής ευρωπαϊκή περιφέρεια
ξεχωρίζει από εκείνη της Μέσης Ανατολής εξαιτίας του βάθους, της ποιότητας και
της έντασης των διακυβερνητικών και διεθνικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των χωρών
που τη συναπαρτίζουν. Βλέπε αναλυτικά στο St. C.
Calleya, Navigating Regional Dynamics in the Post-Cold War World, Patterns
of Relations in the Mediterranean Area, Aldershot,
[6] E.
Blair, «Winning
over the World’s Investors», MEED, No. 39, 1995, σελ.4-5.
[7] R. Aliboni (επιμ.), Southern
European Security, Pinter publishers,
[8] C. Carle, «
[9] Όπως η ιταλο-ισπανική πρωτοβουλία
τελικώς δεν προχώρησε, έτσι και η πρωτοβουλία των 5+5, παρά την εντυπωσιακή της
εκκίνηση, στη συνέχεια έχασε τη δυναμική της λόγω της απροθυμίας της Γαλλίας να
παραμερίσει τους ισχυρισμούς που συνέδεαν τη Λιβύη με τρομοκρατικές ενέργειες.
Η συμβολή της ήταν καθοριστική για την επανεκκίνηση της πρωτοβουλίας.
[10] A. Vasconcelos, «The
Shaping of a Sub-regional Identity», στο Aliboni,
οπ. π., 1992, σελ. 23.
[11] Η ποιοτική αναβάθμιση της μεσογειακής
προσέγγισης της ΕΕ, από ένα σύνολο μη-συντονισμένων δράσεων, σε ένα συλλογικό
σύστημα, βασισμένο σε θεσμοθετημένους κανόνες και πρότυπα συμπεριφοράς, θα
μπορούσε να οδηγήσει σε κάτι παραπάνω από μία απλή «σύμπραξη» (partnership) κρατών για την επίτευξη
περιορισμένων στόχων, ακόμη και σε ένα περιφερειακό καθεστώς, ενέχοντας
χαρακτηριστικά, όπως η ανάπτυξη κανόνων χρηστής διακυβέρνησης και μηχανισμών
συλλογικής δράσης. D. Κ. Xenakis & D.
N. Chryssochoou, The emerging Euro-Mediterranean system, MUP,
[12] N. Alecu de Flers
& E. Regelsberger, «The EU and Inter-regional Cooperation», στο C. Hill (επιμ.), International
Relations and the European Union, OUP, Oxford, 2005, σελ. 317-342.
[13] Πρόσφατη μελέτη της Γαλλικής Υπηρεσίας
Ανάπτυξης, διατυπώνει μια ρεαλιστική και θαρραλέα διάγνωση για τις νότιες
μεσογειακές οικονομίες: «Με τον τερματισμό των μακροοικονομικών προσαρμογών που
πραγματοποιήθηκαν με την υποστήριξη διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα
συστήματα ανάπτυξής τους δεν ανέκαμψαν εξαιτίας των εσωτερικών αγκυλώσεων, οι
οποίες είναι βαθιά ριζωμένες. Τα διάφορα στρατηγικά εισοδήματα από τα οποία
έχουν ‘επωφεληθεί’ συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στο να σκληρύνουν οι συγκεκριμένες
αγκυλώσεις. Ευρύτερα και μακροπρόθεσμα, αυτές οι χώρες δεν κατάφεραν να θέσουν
σε κίνηση τη σύγκλιση των κατά κεφαλήν εισοδημάτων τους με τα κατά κεφαλήν εισοδήματα
των χωρών της βόρειας όχθης της Μεσογείου. Ο ρυθμός της δραστηριότητας εκεί
παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένος από εξωτερικές πηγές και η ανάπτυξη δεν
προκύπτει από μία αυτοσυντηρούμενη διαδικασία.» J. Ould Aoudia,
«Croissance et reformes dans les pays arabes méditerranéens», Agence française de
développement, Paris, 2006, σελ. 16-17.
[14] Πρέπει να τονιστεί, ότι οι ευρωπαϊκές
φιλοδοξίες να ενσωματώσουν τους μεσογειακούς τους εταίρους μέσω της «ήπιας»
οικονομικής και πολιτιστικής τους ισχύος,
αντιμετωπίζουν τη «σκληρή» στρατιωτική ισχύ των HΠA, - τον κυριότερο εξω-περιφερειακό παρεμβατικό παράγοντα στη
Μεσόγειο, ο οποίος συχνά προβάλλοντας την πολιτικο-οικονομική και στρατιωτική
ισχύ που διαθέτει, αλλά και ένα ισχυρό δίκτυο διμερών συμφωνιών με χώρες της
περιοχής, επηρεάζει τις περιφερειακές εξελίξεις. Στο παρελθόν, η στάση των
αραβικών χωρών της απέναντι στις ΗΠΑ προσδιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από την
πολιτική που προωθούσαν στο παλαιστινιακό ζήτημα. Ωστόσο, μετά τον πόλεμο στο
Ιράκ παρατηρείται αύξηση του αντι-αμερικανισμού στην περιοχή. Έρευνα του
Ινστιτούτου Pew έδειξε ότι το ποσοστό αυτών που δήλωσαν έντονη αντίθεση στην
πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή έφτανε στην Ιορδανία το 83%, στο Λίβανο το 71%
και μεταξύ των Παλαιστινίων το 98%. Εξίσου μεγάλα είναι τα ποσοστά εκείνων που
πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ συμβάλλουν στην αποσταθεροποίηση της περιοχής: 56% στο
Λίβανο, 85% στην Παλαιστίνη και 91% στην Ιορδανία.
[15] Η Πολιτική Γειτονίας βασίζεται στις αρχές
της περιεκτικότητας και της διαφορετικότητας, με στόχο τη δυνατότητα
βαθύτερης ενοποίησης με τον ευρωπαϊκό οικονομικό πυρήνα, και την υιοθέτηση
διαφορετικής τακτικής και στήριξης από μέρους της ΕΕ, στο βαθμό βέβαια που η
κάθε χώρα επιθυμεί να υποβληθεί σε περιορισμούς και μεταρρυθμίσεις. Πιθανότατα
η προσφορά καλύτερων «πακέτων», τα οποία θα είναι περισσότερο προσαρμοσμένα να
οδηγήσουν κάποιους εταίρους να προχωρήσουν γρηγορότερα σε μεταρρυθμίσεις. Οι
αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις όμως θα παράγουν αντίστοιχα αποτελέσματα και έτσι
η ανάγκη για μια συστηματική προσέγγιση των προκλήσεων του περιφερειακού
συστήματος παραμένει. Βλέπε αναλυτικότερα στο «Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Μεσόγειος: Η Διαδικασία της Βαρκελώνης και η
Νέα Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας», στο Δ. Κ. Ξενάκης και Μ. Ι. Τσινισιζέλης
(επιμ.), Παγκόσμια Ευρώπη; Οι Διεθνείς Διαστάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Ελληνική Πανεπιστημιακή Ένωση Ευρωπαϊκών Σπουδών, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα,
2006, σελ. 461-494.
[16] Βλέπε αναλυτικότερα στο C. Stephanou & D.
K. Xenakis, «The European Union’s
Enlargement and Euro-Mediterranean Relations»,
στο F. Praussello (επιμ.), Sustainable Development and Adjustment in the MEDA Countries Following the EU Enlargement, Franco Angeli, Milan, 2006, σελ.
117-133.
[17] Ο
στρατηγός Καντάφι δήλωσε ότι η Λιβύη δεν πρόκειται να λάβει μέρος στη πρωτοβουλία
Σαρκοζι η οποία «θα διχάσει το αραβικό και αφρικανικό έθνος. … [και] … θα
πυροδοτήσει τις τρομοκρατικές ενέργειες ισλαμιστικών ομάδων, που θα το
θεωρήσουν σχέδιο σταυροφορίας». Κατά την άποψή του, η οποία όμως είναι αρκετά
διαδεδομένη στον αραβικό κόσμο, η γαλλική πρωτοβουλία είναι «ασαφής, οι
εμπνευστές της θέλουν να υποχρεώσουν τους Άραβες να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι
με το Ισραήλ. Η Ευρώπη έχει ανάγκη εμάς και τους πόρους μας και πρέπει να
συζητήσει μαζί μας άνευ όρων». Η. Φελουκατζή, «Η Ένωση Βουτάει στη Μεσόγειο», Ελευθεροτυπία, 12-7-2008.
[18] Όταν είχε παρουσιασθεί για πρώτη φορά πριν από τις
γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2007, η «Μεσογειακή Ένωση» είχε σαν στόχο να
πείσει τους Γάλλους ψηφοφόρους ότι πίσω από τις δηλώσεις Σαρκοζί, περί αποκλεισμού
της Τουρκίας από την ΕΕ, υπήρχε συγκεκριμένο σχέδιο ένταξης σε μια άλλη Ένωση,
τη μεσογειακή. Οι Τούρκοι, που ουδέποτε έκρυψαν τη
δυσαρέσκεια τους, για να δεχθεί τελικά ο Τούρκος πρόεδρος να συμμετάσχει
απαίτησαν διαβεβαίωση ότι στο κοινό ανακοινωθέν των ηγετών που θα συμμετείχαν
στις εργασίες στο Παρίσι θα υπήρχε παράγραφος με την οποία θα αναγνωρίζεται η
τουρκική υποψηφιότητα στην ΕΕ.
[19] «Έφτασε ο καιρός… οικοδόμησης ενός
πραγματικού γεωπολιτικού χώρου μέσω της δημιουργίας μιας Μεσογειακής Ένωσης» δήλωσε
στην El Pais ο υπουργός Εξωτερικών Μιγκέλ Μορατίνος. Ορισμένοι
ερμήνευσαν την πρόταση της Ισπανίας ως απόδειξη ότι η Μαδρίτη υποχωρεί από τη
στήριξη της υποψηφιότητας της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ, κάτι που ωστόσο
φαίνεται να μην ευσταθεί.
[20] Β Benoit & John Thornhill, «Merkel
Refuffs Sarkozy on Mediterranean Union plan», The Financial Times,
31-1-2008.
[21] J. P.
Agarwal, U. Hiemenz, R. Langhammer & P. Nunnenkamp, «EC Economic Integration and its
Impact on Foreign Direct Investment and Developing Countries», στο K. Ohno & Y.
Okamoto (επιμ.), Regional Integration and Foreign Direct
Investment For Developing Countries, Institute of Developing Economies,
Tokyo, 1994, σελ.
346-358.
[22] P.
Hockenos, «Arms Bizarre», In These Times, No 18, 1994,
σελ. 22.
[23] Θ. Ντόκος (επιμ.), Ελληνική Πολιτική Εθνικής
Ασφάλειας στον 21ο Αιώνα, ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα, 2007, σελ. 2.
[24] X. Ροζάκης, «Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1974-1985:
Εκσυγχρονισμός και ο διεθνής ρόλος ενός μικρού κράτους», στο A. Μάνεσσης et al. (επιμ.), Η Ελλάδας σε
Εξέλιξη, Εξάντας, Αθήνα, 1986.
[25] Βλέπε στο Π. Κ. Ιωακειμίδης, «Το Μοντέλο
Σχεδιασμού Εξωτερικής Πολιτικής στην Ελλάδα: Πρόσωπα έναντι Θεσμών», στο Π.
Τσάκωνας, Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική
Πολιτική. Μια Συνολική Προσέγγιση, Τόμος Β’, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2003,
σελ. 91-92.
[26] Κ. Υφαντής, «Αναζητώντας Επιλογές:
Στρατηγικές Εξισορρόπησης και Συστημική Πολικότητα», στο Κ. Αρβανιτόπουλος
& Μ. Κοππά (επιμ.), 30 Χρόνια
Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, 1974-2004, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2005,
σελ. 431. Βλέπε επίσης στο D. Constas, «Systemic Influences on a
Weak, Aligned State in the Post-1974 Era» in D. Constas (ed.), The Greek
Turkish Conflict in the 1990s: Domestic and External Influnces, MacMillan,
Basingstoke, 1991, σελ. 129-139.
[27] Αντιθέτως, για τους σχεδιαστές της
τουρκικής πολιτικής εθνικής ασφάλειας, η Ελλάδα αποτελεί απειλή, λόγω της
πρόθεσης της να μετατρέψει το Αιγαίο σε «ελληνική λίμνη», ενώ θεωρεί ότι η
στρατιωτικοποίηση των νησιών το ανατολικού Αιγαίου παραβίαση διαφόρων διεθνών
συνθηκών. Εκτός από το Κυπριακό, σύμφωνα με την τουρκική πλευρά, πρόσθετα
σημεία τριβής αποτελούν η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η αμφισβήτηση του
εύρους του ελληνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο και η
μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη. Βλέπε αναλυτικά στο Θ. Ντόκος, Ο Γεωστρατηγικός Ρόλος της Τουρκίας,
εκδόσεις Τουρίκης, Αθήνα, 2001, σελ. 102.
[28] Η αποχώρηση της Ελλάδας από τη στρατιωτική
δομή του ΝΑΤΟ ήταν περισσότερο «δοκιμαστικός χωρισμός παρά διαζύγιο», αφού η
χώρα παρέμεινε στην πολιτική δομή της συμμαχίας. Θ. Βερέμης & Γ.
Κολιόπουλος, Ελλάς. Η Σύγχρονη Συνέχεια.
Από το 1821 Μέχρι Σήμερα, 3η έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτης,
Αθήνα, 2006, σ. 514.
[29] Ν. Διαμαντούρος, Πολιτισμικός Δυϊσμός και Πολιτική Αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης,
εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σελ. 68-71.
[30] Π. Τσακαλογιάννης, «Ελληνική Εξωτερική
Πολιτική και Συστημική Αλλαγή», στο Αρβανιτόπουλος & Κοππά (επιμ.), οπ.π.,
2005, σελ. 445.
[31] Δ. Καιρίδης, «Η Ελλάδα και η Ένταση στις
Ευρω-Ατλαντικές Σχέσεις», στο Αρβανιτόπουλος & Κοππά (επιμ.), οπ.π., 2005,
σελ. 76.
[32] Η Ελλάδα δεν είχε υπογράψει το 1948 στο
πλαίσιο του ΟΗΕ για τη σύσταση του κράτους του Ισραήλ. Βλέπε αναλυτικότερα στο A.
[33] Βλέπε αναλυτικότερα στο Σ. Ρούσσος, «Η
Ελληνική Πολιτική στη Μέση Ανατολή: Μεταξύ ‘Επιχειρησιακής Νοοτροπίας’,
‘Εσωτερικής πολιτικής’ και Νέων προκλήσεων» στο Αρβανιτόπουλος & Κοππά,
οπ.π., 2005, σελ. 79-98.
[34] Στο Κυπριακό, η πιο σημαντική στιγμή κατά
την οποία η Ελλάδα απεύθυνε έκκληση για την υποστήριξη των αραβικών κρατών ήταν
το Νοέμβριο του 1983 με την ανακήρυξη του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους. «Βέβαια
αποφασιστικό ρόλο στη μη-αναγνώριση από μουσουλμανικά κράτη έπαιξε η σθεναρή
αντίσταση των ΗΠΑ σε αυτή την κίνηση και γενικότερα στο status quo
που είχε δημιουργήσει η τουρκική εισβολή». M. L. Evriviades, «The US and the
Search for a Negotiated Solution in
[35] Χ. Τσαρδανίδης, Η «Ανανεωμένη» Μεσογειακή Πολιτική της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και η
Ελλάδα, ΕΚΕΜ, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1992, σελ. 102.
[36] Ibit.
[37] Β. Κεφαλά, «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική
στη Μέση Ανατολή: 1990-2002», στο Τσάκωνας (επιμ.), οπ.π., 2003, σελ. 675.
[38] Ροζάκης, οπ.π., σελ. 186.
[39] Βλέπε αναλυτικά στο Θ. Ντόκος & Φ.
Πιέρρος, Η Μεσόγειος προς τον 21ο
Αιώνα. Η Θέση της Ελλάδας, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα 1995, σελ. 292-3.
[40] Ibit,
σελ. 676.
[41] Σύμφωνα με τα στοιχεία της
ΕΣΥΕ, η Ελλάδα εξήγαγε το 2005 στο Ισραήλ αγαθά αξίας
[42] Ρούσος, οπ.π., 2005, σελ. 91-96
[43] Δηλαδή να υλοποιηθεί στο πλαίσιο του
Οδικού Χάρτη και να αποτελεί βήμα προς την κατεύθυνση δημιουργίας δύο κρατών,
ενώ δεν θα πρέπει έχει ως συνέπεια τη μεταφορά της εποικιστικής δραστηριότητας
στη Δυτική Όχθη. Θα πρέπει επίσης να υπάρξει οργανωμένη και συμπεφωνημένη
μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στην Παλαιστινιακή Αρχή και ε) το Ισραήλ θα διευκολύνει
την ανοικοδόμηση της Γάζας.
[44] Υφαντής, οπ.π., 2005, σελ. 436.
[45] Agence
Europe, 26-6-1994, σελ. 4.
[46] H
γεωγραφική εγγύτητα της Ισπανίας και η συνεχής προσπάθειας να αναμειχθεί στις
περιφερειακές πολιτικές αυτής της Μεσογείου έκαναν τη χώρα να προβάλλεται ως
τον απαραίτητο συνδετικό κρίκο μεταξύ του Βορρά και του Νότου, ως ένα «μπαλκόνι
της ΕΟΚ» από το οποίο η Ευρώπη θα μπορούσε να παρατηρεί τον αραβικό κόσμο. A. Tovias, Foreign Economic Relations of the European
Community- The Impact of Spain and Portugal, Lynne Rienner Publishers,
Boulder, 1990, σελ. 76.
[47] Δ. Καιρίδης, «Η Εξωτερική Πολιτική του
Εκσυγχρονισμού», στο Τσάκωνας (επιμ.), οπ. π., 2003, σελ. 298.
[48] Γιώργος Παγουλάτος και Σπύρος Μπλαβούκος, Η
Τελευταία Ελληνική Προεδρία. Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και οι Τέσσερις
Ελληνικές Προεδρίες της ΕΕ, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2004.
[49] Ύστερα
από την έντονη δραστηριοποίηση στην Άτυπη Σύνοδο των Υπουργών Άμυνας στο
Ρέθυμνο, η προοπτική της ΕΠΑΑ τέθηκε σε πιο στέρεες βάσεις, έτσι ώστε στο
πλαίσιο της Ειδικής Διάσκεψης των Υπουργών Άμυνας στην Αθήνα το Μάιο του 2003,
να έχουν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες εργασίες για τη λειτουργία της. Η έμφαση
που είχε αποδοθεί έως τότε στην ανάπτυξη στρατιωτικών ικανοτήτων, πριν την
πλήρη θεσμική της ενσωμάτωση στην ΚΕΠΠΑ, οδήγησε αρκετά τμήματα των κοινωνιών
των Μεσογειακών εταίρων σε παρερμηνείες και λανθασμένα συμπεράσματα για τους
στόχους της. First Year Report of the
Euro-Mediterranean Study Commission (EuroMeSCo) Working Group ΙΙΙ, «European Defence: Perceptions vs. Realities», EuroMeSCo Papers,
No 16, 2002.
[50] Οι προτάσεις για τη θεσμική πλαισίωση του
Ευρω-Μεσογειακού Στρατηγικού Διαλόγου έθεσαν τα θεμέλια για τη θεσμοθέτηση ενός
τακτικού σεμιναρίου ως μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης στο πλαίσιο της ΕΠΑΑ.
Βλέπε αναλυτικότερα στο Μ. J. Tsinisizelis, D. Κ. Xenakis & D. N. Chryssochoou,
«Promoting Security Dialogue in the
[51] Βλέπε αναλυτικότερα στο D. Κ. Xenakis, «The contribution of Greece to
strengthening Euro-Mediterranean relations», Perceptions, Euro-Med Special Issue, Vol. 5, No. 2, 2003, σελ. 173-208.
[52] Σε συνέχεια σχετικής πρωτοβουλίας μας,
αναβαθμίστηκε ο ρόλος και η συνεισφορά του Civil Forum με την
παρουσίαση, για πρώτη φορά, των αποτελεσμάτων της συνάντησης του Civil Forum
στους Υπουργούς και προβλήθηκε η ανάγκη αναβάθμισης του ρόλου των γυναικών. R. Pace, St. Stavrides & D. K. Xenakis, «Parliaments and
Civil Society Cooperation in the Euro-Mediterranean Partnership», Mediterranean Quarterly, Vol, 15, No. 1,
2004, σελ. 75-92.
[53] Ελληνικό Κοινοβούλιο, «Η Πρώτη Ευρω-Μεσογειακή
Κοινοβουλευτική Συνέλευση», Διεθνείς Δραστηριότητες,
http://www.parliament.gr/enhmerwsh
[54] Δ. Κώνστας, «Πρόλογος», στο Αρβανιτόπουλος
& Κοππά (επιμ.), οπ.π., 2005, σελ. 21.
[55] P. J. Tsakonas, The
Incomplete Breakthrough in Greek-Turkish
Relations: Grasping Greece’s Socialization Strategy, Palgrave –
[56] Κλειστή συνάντηση εργασίας «Greece-Egypt:
Regional and Bilateral Issues», Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής - Egyptian Council
for Foreign Affairs, Αθήνα, 30-6-2003.
[57] Στην πράξη, το Υπουργείο Εξωτερικών
κινητοποίησε τη Δημόσια Διοίκηση, με συσκέψεις σε επίπεδο Γενικών Γραμματέων,
αλλά και την Επιχειρηματική Κοινότητα με τη διοργάνωση ειδικών Συνεδρίων.
Παράλληλα, και οι υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών, δραστηριοποιήθηκαν τόσο
σε σχέση με κρατικούς, ημικρατικούς και ιδιωτικούς φορείς της χώρας, όσο και σε
σχέση με τα Υπουργεία Εξωτερικών άλλων χωρών. Ομιλία της Υπουργού Εξωτερικών κ.
Ν. Μπακογιάνη στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής για τη Μεσογειακή Ένωση,
23-7-2008.
[58]
Ο κ. Πρωθυπουργός στη Σύνοδο στο Παρίσι ανέφερε χαρακτηριστικά «Επιθυμούμε τη στενή συνεργασία με όσες χώρες ενδιαφέρονται ώστε μέσω της
επέκτασης του οδικού διευρωπαϊκού δικτύου και της διασύνδεσης λιμένων να
διευκολυνθούν οι εμπορευματικές συναλλαγές και η μεταφορά προσώπων και αγαθών».
Στο ίδιο πλαίσιο, κρίνουμε χρήσιμη την εγκατάσταση παρατηρητηρίου στην
ανατολική Μεσόγειο για την παρακολούθηση των εξελίξεων στον τομέα των
μεταφορών. Η Ελλάδα προτείνει την υπογραφή μνημονίου κατανόησης μεταξύ των
ενδιαφερομένων χωρών και τη σύγκληση συνόδου σε υπουργικό επίπεδο, στην Αθήνα
το 2009…. Με την ίδρυση σήμερα της ‘Ένωσης για τη Μεσόγειο’, δίνεται μια
εξαιρετική ευκαιρία για την ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των χωρών της και για
την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που προσφέρονται για οικονομική και κοινωνική
ανάπτυξη.»
[59]
http://www.aidfunding.mfa.gr/bpufm/form_gr.htm
[60] Γ. Βαληνάκης, «Μαζί στην Ένωση για τη
Μεσόγειο», Καθημερινή, 1-6-2008.
[61] I.
O. Lesser, F.
S. Larrabee, M.
Zanini & K. Vlachos-Dengler,
Η Νέα Γεωπολιτική της Ελλάδας, μεταφ.
εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2003, σελ. 43-44.
[62] WEU Report, 15-6-1994.
[63] D. N. Chryssochoou
& D. K. Xenakis, «Prospects for Euro-Mediterranean
Governance», The Review of International Affairs, Vol. 2 No.4, 2003, σελ. 47-70.
[64] St. C. Calleya
& D. Κ. Xenakis, «France’s
New Mediterranean Initiative: Lessons from Post-Cold War Regional Cooperation»,
Karamanlis Working Papers in Hellenic and
European Studies, No. 4, Fletcher School of Law and Diplomacy, Tufts
University, 2008.
[65] St.
C. Calleya & Δ. Κ. Ξενάκης, «Ασφάλεια και
Στρατηγική Συνεργασία στη Μεσόγειο: Οικοδόμηση Εμπιστοσύνης και Πρόληψη
Συγκρούσεων», Κείμενα Πολιτικής, No. 11, ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα, 2008.