Μεσόγειος 2001: Θεσμοί και Διαδικασίες
Δημήτρης Κ. Ξενάκης*
1. Εισαγωγή
Οι κατακλυσμιαίες
αλλαγές μετά το 1989 έχουν αναμφισβήτητα αλλάξει όχι μόνο τις απαντήσεις, αλλά
και τα ερωτήματα που τίθενται σε θέματα διεθνούς πολιτικής οργάνωσης. Προς το
παρόν, η ψυχροπολεμική τάξη πραγμάτων δεν έχει ακόμη αντικατασταθεί πλήρως από
νέες συμμετρικές δομές και μηχανισμούς διασφάλισης ενός συστήματος διεθνών
σχέσεων πάνω σε ισχυρότερους και πιο αποτελεσματικούς θεσμούς που θα
κατοχυρώσουν σταθερές λειτουργικές ισορροπίες στο νέο συσχετισμό δυνάμεων. Η
δημιουργία ενός παγκόσμιου πολυεστιακού συστήματος διεθνών σχέσεων που
βασίζεται σε οικονομικές περιφέρειες και πολιτισμικές ζώνες, έχει αυξήσει τους
φόβους για μια κατάσταση απρόβλεπτων αλλαγών και ασυνήθιστης ρευστότητας στη
Μεσογειακή λεκάνη. Επιπλέον, εξαιτίας της εντατικοποίησης της διαδικασίας της
παγκοσμιοποίησης και της αυξανόμενης αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης,
καθίσταται ολοένα και περισσότερο επείγον το θέμα ένταξης των Μεσογειακών χωρών
στο διεθνές (οικονομικό) σύστημα - κάτι που αποτελεί και το σημαντικότερο
πρόβλημα για την ανεύρεση συμμετρίας στη νέα παν-Ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Στην
αυγή του 21ου αιώνα, επιστημονικός προβληματισμός παρατηρείται στις
Μεσογειακές σπουδές για τη διαδικασία δημιουργίας μιας περιφερειακής
κοινότητας,[1]
για την ειρηνική μετάβαση (τάξη και αλλαγή) στη συλλογική διακυβέρνηση[2]
καθώς και για την εμπέδωση και περαιτέρω εξέλιξη του αναδυόμενου
Ευρω-Μεσογειακού συστήματος.[3]
Η σταθερότητα στη Μεσογειακή λεκάνη αποτελεί άμεση προτεραιότητα των οργανισμών που λειτουργούν στο Ευρωπαϊκό διεθνές σύστημα. Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται η δημιουργία μίας σειράς πρωτοβουλιών με στόχο την ενίσχυση της συνεργασίας σε θέματα ασφάλειας και οικονομικής ανάπτυξης στη Μεσόγειο: η πρωτοβουλία των ‘Πέντε + Πέντε’ (5+5), το Μεσογειακό Φόρουμ, η Μεσογειακή προσέγγιση του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στη Μεσόγειο (ΔΑΣΜ), η Διάσκεψη των χωρών της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής (ΜΑΒΑ) με την Επιτροπή για τον Έλεγχο των Εξοπλισμών και την Περιφερειακή Ασφάλεια (ΕΕΠΑ), η Μεσογειακή πρωτοβουλία της Δυτικό-Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), ο Μεσογειακός Διάλογος του ΝΑΤΟ και η Ευρω-Μεσογειακή Συνεργασία (ΕΜΣ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Παρότι σε γενικές γραμμές έχουν ενισχύσει την περιφερειακή συνεργασία, κάποια από τα παραπάνω προγράμματα αλληλεπικαλύπτονται επισταμένως και σε ορισμένες περιπτώσεις δρουν ανταγωνιστικά υποσκάπτοντας τη συνολική αποτελεσματικότητα τους. Έτσι, οι διαπεριφερειακές ασυμμετρίες και η ευρύτερη πολυπλοκότητα του Ευρω-Μεσογειακού συστήματος διεθνών σχέσεων καθορίζουν τα όρια και τις προοπτικές για την επίτευξη συνθηκών σταθερότητας και ανάπτυξης αλλά και τη συλλογική διαχείριση των ανήσυχων περιφερειακών αλληλεξαρτήσεων.
2. Πολυπλοκότητα και Συνεργασία στη Μεσόγειο
Παρότι οι χώρες της Μεσογειακής λεκάνης μοιράζονται μια ιστορική κληρονομιά εμπλουτισμένη από μύθους και ιδεώδη κοινά στους λαούς που ζουν στις όχθες της, ωστόσο, ο πολυπολιτισμικός κατατεμαχισμός αποτελεί εμπόδιο στην αποτελεσματική συνεργασία καθώς στοιχεία ενότητας και διαφορετικότητας συνυπάρχουν ιστορικά, μετατρέποντας τη Μεσόγειο σε ‘ένα μοναδικό θαλάσσιο χώρο’[4]. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα τόσο η αλληλεξάρτηση των προκλήσεων ασφαλείας σε κάθε επίπεδο, όσο και ο τρόπος που αυτές τροφοδοτούν τις πολιτικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν από τις ιστορικές συγκρούσεις στην περιοχή, που με τη σειρά τους διαμορφώνουν τις ιδιαιτερότητες των τοπικών συμμαχιών δίνοντας την αίσθηση μιας παράδοξης ενότητας. Σήμερα, οι περισσότερες χώρες νότια της Μεσογείου υπόκεινται σε ηγεμονικές διεκδικήσεις, που συνοδεύονται συνήθως από επεκτατικές πρακτικές, αλλού παίρνοντας τη μορφή βάναυσης παραβίασης βασικών κανόνων διεθνούς δικαίου και αλλού με τη μορφή της έμπρακτης και δια των όπλων διεκδίκησης.[5] Παράλληλα, εθνικισμός, ξενοφοβία και θρησκευτικός φανατισμός ενδημούν σε όλη την περιφέρεια: από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν μουσουλμανικά κράτη στη νότια όχθη, η περιφέρεια πέρασε σε μία μόνιμη κατάσταση περιχαράκωσης - μία νοητή γραμμή που όμως χωρίζει αποτελεσματικά το χριστιανικό βορρά από το διαφορετικό ισλαμικό νότο με αναπαραστάσεις αντιπαλότητας που παραπέμπουν σε ιστορικές μνήμες και συμβολισμούς των λαών που τη συναπαρτίζουν. Σχετικά πρόσφατα ο Huntington σκιαγράφησε στη Μεσόγειο το σημαντικότερο τεκτονικό ρήγμα της νέας εποχής αντικαθιστώντας τη διαλεκτική αντιπαράθεσης του ψυχρού πολέμου (Ανατολή-Δύση) με την ακήρυχτη πολιτισμική σύγκρουση Δύσης-Ισλάμ.[6]
Παρά το γεγονός ότι μετά το 1989 οι εντάσεις στο Ευρωπαϊκή ήπειρο έχουν κοπάσει, δεν ισχύει το ίδιο και για τις εντάσεις στη Μεσογειακή λεκάνη. Το τέλος του διπολισμού όχι μόνο δεν έδωσε λύση στα ιστορικά προβλήματα της Μ. Ανατολής και της διχοτομημένης Κύπρου, αλλά αντίθετα, αναζωπύρωσε τα προβλήματα εθνικο-θρησκευτικού φανατισμού τόσο στη Βαλκανική χερσόνησο, στην Αλγερία και σε μικρότερο ίσως βαθμό σε όλες τις αραβικές χώρες μετά τις επεμβάσεις του ΝΑΤΟ στον Περσικό Κόλπο και στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Η ένταση ανάμεσα στη Τουρκία και τη Συρία αναζωπυρώθηκε πρόσφατα ενώ βαθμιαία προχωρά και η πολιτισμική και πολιτική χειραφέτηση κάποιων ανησυχαστικών μη-κρατικών οντοτήτων, όπως οι Παλαιστίνιοι και πιθανότατα οι Κούρδοι. Επιπλέον, το αιματοκύλισμα στην Αλγερία και πιο πρόσφατα στην Παλαιστίνη, το φάντασμα της ισλαμικής αναβίωσης και οι αντιδημοκρατικές εξελίξεις στη Τουρκία, η στασιμότητα στην ειρηνευτική διαδικασία στη Μ. Ανατολή και το δυσοίωνο μέλλον της μετά την εκλογή των νέων κυβερνήσεων Μπούς και Σαρόν σε ΗΠΑ και Ισραήλ αντίστοιχα συνθέτουν ένα πλαίσιο ρευστότητας στο Μεσογειακό χάρτη. Αν και είναι σαφές από τα παραπάνω ότι οι σημαντικότερες απειλές προέρχονται από το νότο της Μεσογείου, πρέπει ωστόσο να θεωρείται απίθανη η περίπτωση μιας σοβαρής στρατιωτικής απειλής προς τον Ευρωπαϊκό βορρά, αφενός γιατί οι αραβικές χώρες αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις στο εσωτερικό τους, και αφετέρου, διότι φοβούνται περισσότερο τον κίνδυνο σύγκρουσης με κάποια άλλη αραβική χώρα παρά με κάποια Ευρωπαϊκή, αφού δεν υπάρχουν ούτε οι στρατιωτικές ικανότητες ούτε οι πολιτικές προθέσεις.
Η αντιμετώπιση των περιφερειακών προκλήσεων σε ένα ενιαίο πλαίσιο προσκρούει στις δυσκολίες που προκύπτουν τόσο από τη μοναδικότητα της Μεσογείου σαν ‘διεθνή περιφέρεια’[7] όσο και από τα διαφορετικά στάδια ανάπτυξης, πολιτικών και κοινωνικό-πολιτισμικών δομών των χωρών που περικλείει, αλλά και των δημογραφικών τάσεων που συμβάλουν καταλυτικά στον ασταθή και ανήσυχο χαρακτήρα της. Είναι γεγονός πως η σημερινή διαρκώς αυξανόμενη δημογραφική πίεση στις χώρες της νότιας Μεσογειακής όχθης αποτελεί μια πολύ σημαντική πρόκληση. Ο πληθυσμός στις χώρες αυτές αναμένεται να ανέλθει ως το 2035 σε 400 εκατ., με ολοένα αυξανόμενο το χάσμα βορρά-νότου αναφορικά με το εισόδημα και την ανάπτυξη. Γίνεται κατά συνέπεια αντιληπτό ότι οι δημογραφικές εξελίξεις προσλαμβάνουν επικίνδυνες διαστάσεις για την εσωτερική σταθερότητα των χωρών της νότιας Μεσογειακής όχθης, που εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε ένα ανεξέλεγκτο μεταναστευτικό ρεύμα προς τον πλούσιο Ευρωπαϊκό βορρά με προφανείς συνέπειες για την Ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε εδώ τη δυσκολία στο χειρισμό των θεμάτων
ασφαλείας στη Μεσόγειο. Οι Ευρωπαίοι πρέπει να προβλέπουν τους κινδύνους χωρίς
όμως να ασκούν δραστική πολιτική, αφού κάτι τέτοιο θα ξεσήκωνε ολόκληρη την
αραβική αδερφότητα από την Καζαμπλάνκα ως την Τασκένδη. Παράλληλα,
κατηγορούνται για την αδράνεια τους να αναλάβουν ένα σημαντικό ρόλο στην
εξομάλυνση των προβλημάτων στη Μεσόγειο, κάτι που οδηγεί στην αύξηση του
ανταγωνισμού στους εξοπλισμούς.[8]
Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη βρίσκεται να μειονεκτεί στο να αναλάβει ένα
ισχυρό ρόλο στην εξασφάλιση της σταθερότητας και της ανάπτυξης στην περιοχή
εξαιτίας κυρίως δύο παραγόντων: α) της αναποτελεσματικότητας της ΕΕ να
αναπτύξει μία Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ),[9]
και β) της παρουσίας των ΗΠΑ και της άρνησης της τελευταίας να μοιραστεί τις
πρωτοβουλίες που έχει αναπτύξει στη Μ. Ανατολή. Άλλωστε η παρατεταμένη αναβολή
στην υπογραφή του Ευρω-Μεσογειακού Συμφώνου Σταθερότητας και Ασφάλειας (ΕΜΣΣΑ)
οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, αν όχι αποκλειστικά, στη λιγοστή πρόοδο της
ειρηνευτικής διαδικασίας του Όσλο. Επίσης η βελτίωση των Ελληνο-Τουρκικών
σχέσεων από το καλοκαίρι του 1999, οι καινούργιες ελπίδες για την επίλυση του
Κυπριακού προβλήματος και ο τερματισμός του διεθνούς εμπάργκο στη Λιβύη
αποτελούν επιτεύγματα της διπλωματία των ΗΠΑ. Αποτελεί κοινό μυστικό άλλωστε
ότι τόσο το επίπεδο όσο και ο χαρακτήρας του αμερικανικού παράγοντα στην
περιοχή παίζει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του στρατηγικού περιβάλλοντος στη
Μεσόγειο, ιδιαίτερα στο Ανατολικό της υποσύστημα.[10]
Συνοψίζοντας, η νέα χιλιετία βρίσκει τη Μεσόγειο κατάφορτη από πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και θρησκευτικές εντάσεις που κάποιες φορές κλιμακώνονται ακόμη και σε ανοιχτές διαμάχες. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η πλειονότητα των νότιων Μεσογειακών χωρών φαίνεται απίθανο να ενσωματωθεί πλήρως ή έστω μερικώς στη νέα διεθνή πολιτική οικονομία μέσα στα επόμενα χρόνια, αφού οι διεθνικές επιχειρησιακές προσπάθειες συνεργασίας παραμένουν πολύ περιορισμένες με τα κράτη της περιοχής να ενασχολούνται περισσότερο με θέματα στρατιωτικής ασφάλειας παρά με την προώθηση διακρατικών δικτύων οικονομικής συνεργασίας. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η μεταμόρφωση της περιοχής σε μία ζώνη σταθερότητας και ευημερίας αποτελεί ιδιαίτερα δύσκολο και μακροπρόθεσμο έργο. Ίσως στο μόνο ρόλο που μπορούν να ελπίζουν οι διεθνείς οργανισμοί υπό τις παρούσες συνθήκες είναι ‘να κρατήσουν τη φωτιά υπό έλεγχο χωρίς να προσπαθήσουν να τη σβήσουν εντελώς’[11] αφού τις περισσότερες φορές πρόκειται για παλιές διαμάχες των οποίων πρέπει να εμποδιστεί η αναζωπύρωση. Παρότι θεωρείται απαραίτητη η δημιουργία ευέλικτων μηχανισμών πρόληψης ώστε να αποτραπεί η αναγωγή των τοπικών εντάσεων σε ανοιχτές διαμάχες, στη Μεσόγειο υπάρχει η ανάγκη για τη δημιουργία μιας μόνιμης διαδικασίας συστηματικής διαχείρισης όλων των προκλήσεων σε συλλογικό επίπεδο. Άλλωστε, στη μεταψυχροπολεμική περίοδο που διανύουμε η ασφάλεια δεν εξαρτάται μόνο από στρατιωτικούς παράγοντες, αλλά έχει πολιτικές, οικονομικές, περιβαλλοντικές αλλά και κοινωνικο-πολιτισμικές διαστάσεις.[12] Η στρατιωτική ισχύς δεν είναι αυτή που επιφέρει μακροπρόθεσμη σταθερότητα, αλλά όπως απέδειξε και η πρόσφατη Ευρωπαϊκή εμπειρία, η οικονομική και κοινωνική ευημερία μπορούν.
3. Κρατοκεντρικές Προσεγγίσεις και Διεθνείς
Οργανισμοί
Μετά το τέλος του
ψυχρού πολέμου παρατηρείται μία σειρά πρωτοβουλιών με στόχο την επίτευξη
ικανοποιητικών συνθηκών σταθερότητας και συνεργασίας στη Μεσόγειο. Τα κυριότερα
πολυμερή σχήματα συνεργασίας που δραστηριοποιούνται στις περιφερειακές διεθνείς
σχέσεις μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής: α) πρωτοβουλίες με περιορισμένο
(επιλεκτικά) αριθμό συμμετεχόντων και περιεχόμενο στη συνεργασία, και β)
πρωτοβουλίες με σφαιρική φύση σε ότι αφορά τους συμμετέχοντες και το
περιεχόμενο. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν, η πρωτοβουλία των ‘Πέντε + Πέντε’
και το Μεσογειακό Φόρουμ. Στη δεύτερη κατηγορία μπορούν να ταξινομηθούν δύο
ζεύγη πρωτοβουλιών που σχετίζονται μεταξύ τους: α) η Μεσογειακή προσέγγιση του
ΟΑΣΕ και η ΔΑΣΜ, και β) οι Διασκέψεις κορυφής των χωρών της ΜΑΒΑ και η επιτροπή
για τον ΕΕΠΑ της Αραβο-Ισραηλινής ειρηνευτικής διαδικασίας. Δυσκολία ωστόσο
παρουσιάζεται στην παραπάνω ταξινόμηση των
Μεσογειακών πρωτοβουλιών των δυτικών οργανισμών ασφαλείας ΔΕΕ και ΝΑΤΟ,
καθώς και της νέας Μεσογειακής πολιτικής της ΕΕ, επειδή περιλαμβάνουν
διαπραγματεύσεις και σε διμερές επίπεδο.
Η πρωτοβουλία των ‘5+5’ και το Μεσογειακό Φόρουμ
Μετά το τέλος του
ψυχρού πολέμου, η Γαλλικής εμπνεύσεως πρωτοβουλία των ‘5+5’ έλαβε χώρα
περιλαμβάνοντας Αλγερία, Λιβύη, Μαυριτανία, Μαρόκο Τυνησία, Πορτογαλία,
Ισπανία, Ιταλία, και Μάλτα, με στόχο την ενίσχυση της περιφερειακής συνεργασίας
σε θέματα διαχείρισης φυσικών πόρων, μετανάστευσης αλλά και τη δημιουργία
οικονομικών δεσμών στη δυτική Μεσόγειο. Το γεγονός ότι δεν συμπεριλάμβανε στην
ατζέντα για συνεργασία θέματα ‘υψηλής’ πολιτικής παρουσίασε μία εξαιρετική
ευκαιρία για τις αναπτυσσόμενες χώρες του Μεσογειακού νότου να τονώσουν τις
οικονομικές τους σχέσεις και τη γενικότερη τους ανάπτυξη. Ελπιδοφόρες
συναντήσεις έλαβαν χώρα το 1990 και το 1991 στη Ρώμη και στο Αλγέρι αντίστοιχα,
ωστόσο η τρίτη κατά σειρά συνάντηση το 1992 στην Τυνησία απέτυχε κυρίως λόγω
της επιβολής του διεθνούς εμπάργκο στη Λιβύη, της απουσίας της Αιγύπτου, των
αιματηρών γεγονότων στην Αλγερία και της γενικότερης αδυναμίας των αραβικών
χωρών να συνεννοηθούν και να συνεργαστούν.
Το 1991 με Γαλλο-Αιγυπτιακή πρωτοβουλία προτάθηκε η σύσταση του Μεσογειακού
Φόρουμ που ολοκληρώθηκε το 1994 στην Αλεξάνδρεια με τη συμμετοχή 11 χωρών
(Αίγυπτο, Αλγερία, Μαρόκο, Τυνησία, Τουρκία, Γαλλία, Ισπανία, Ελλάδα, Ιταλία
Πορτογαλία και Μάλτα). Οι συμμετέχουσες χώρες θεσμοθέτησαν τρεις πυλώνες
συνεργασίας (πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό-οικονομικό). Σε αντίθεση με
την πρωτοβουλία των ‘5+5’, το
Μεσογειακό Φόρουμ εστιάζει περισσότερο σε θέματα στρατιωτικής ασφαλείας.
Συνήλθε ξανά στη Γαλλία τον Απρίλιο του 1995, στην Ιταλία το Μάιο του 1996, στο
Αλγέρι το 1997, στη Μαγιόρκα το 1998 και στη Μάλτα το 1999. Όντας ανεπίσημος ο
χαρακτήρας του, το Φόρουμ έχει κατά κάποιο τρόπο επικαλυφθεί από την ΕΜΣ. Αυτό
όμως δεν σημαίνει ότι οι χώρες-μέλη του δεν μπορούν να αναπτύξουν
δραστηριότητες έξω από το πλαίσιο της Μεσογειακής πολιτικής της ΕΕ, όπως για
παράδειγμα σε θέματα που είναι πολύ ευαίσθητα για να συζητηθούν σε υψηλού
προφίλ πολυμερείς διαπραγματεύσεις όπως η ΕΜΣ (π.χ. διασπορά όπλων μαζικής
καταστροφής) και χωρίς να εμπλέκεται σε διαμάχες σχετιζόμενες με περιφερειακές συγκρούσεις.
Η Ομάδα Επαφής του ΟΑΣΕ και η ΔΑΣΜ
Με πρωτοβουλία της
Μάλτας στο πλαίσιο της ΔΑΣΕ το 1975 οι λεγόμενες Μη-Συμμετέχουσες Μεσογειακές
Χώρες (ΜΣΜΧ) Αλγερία, Αίγυπτος, Ισραήλ, Μαρόκο, Συρία και Τυνησία
συμπεριλήφθησαν στο δεύτερο στάδιο της τελικής πράξης του Ελσίνκι. Σε ένα
ειδικό κεφάλαιο με την ονομασία ‘Ερωτήματα σχετικά με την ασφάλεια και τη συνεργασία
στη Μεσόγειο’ η ΔΑΣΕ περιόρισε τη δράση της στο Μεσογειακό χώρο σε μια σειρά
θεματικών συναντήσεων για τη Μεσόγειο ένα χρόνο μετά τις διασκέψεις κορυφής.
Έτσι η συνάντηση στη Βαλέτα (1979) ήταν μέρος της διάσκεψης του Βελιγραδίου
(1978), στη Βενετία (1984) ήταν αυτής της Μαδρίτης (1983), στη Μαγιόρκα (1990)
της Βιέννης (1990) και στη Βαλέτα (1993) του Ελσίνκι ΙΙ (1992). Ωστόσο, δεν
υπήρξαν απτά αποτελέσματα ως απόρροια αυτών των συναντήσεων αφού στην
πραγματικότητα κανένας (με εξαίρεση ίσως τη Μάλτα) δεν περίμενε τη ΔΑΣΕ να
ασχοληθεί ουσιαστικά με τα προβλήματα στη Μεσόγειο. Στη διάσκεψη της
Βουδαπέστης (1994) όπου η διαδικασία του Ελσίνκι μετατράπηκε σε διεθνή
οργανισμό (ΟΑΣΕ) επανεκκίνήθη το Μεσογειακό πρόγραμμα. Η Ιταλία, η Ισπανία και
η Γαλλία πρότειναν τη δημιουργία μίας ομάδας εμπειρογνωμόνων από τις χώρες της
Βορείου Αφρικής (εξαιρουμένης της Λιβύης) και διοργανώθηκαν δύο σεμινάρια στο
Καιρό (1995) και στο Τελ-Αβίβ (1996) με θέμα την εφαρμογή της εμπειρίας του
ΟΑΣΕ στη δημιουργία Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στη Μεσόγειο και ένα στη
Μάλτα (1998) με θέμα την κοινωνική διάσταση της ασφάλειας, την προώθηση
δημοκρατικών διαδικασιών και κανόνων δικαίου.[13] Η διάσκεψη της Λισσαβόνας το 1996 εξουσιοδότησε
το Φόρουμ Συνεργασίας και Ασφάλειας του ΟΑΣΕ να μοιραστεί τα ευρήματα του με
τις ΜΣΜΧ σχετικά με την εφαρμογή μηχανισμών για θέματα ‘χαμηλής’ πολιτικής
(μετανάστευση, τρομοκρατία, κτλ.) στη Μεσογειακή περιφέρεια.
Παρότι σε γενικές γραμμές το περιεχόμενο των συζητήσεων ΟΑΣΕ και ΜΣΜΧ έχει αναβαθμιστεί σημαντικά μετά τη διάσκεψη της Βουδαπέστης, η προσέγγιση του ΟΑΣΕ στα προβλήματα Μεσογειακής ασφάλειας δεν έχει αποκτήσει ακόμη ξεκάθαρους στόχους, κάτι που λειτουργεί ανασταλτικά για την περαιτέρω εξέλιξη της. Ωστόσο, οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες του ΟΑΣΕ μπορούν να αποτελέσουν λυσιτελή παραδείγματα για την οικοδόμηση και την εφαρμογή μέτρων εμπιστοσύνης στη Μεσόγειο.[14] Στην πραγματικότητα τέτοιοι μηχανισμοί ήδη χρησιμοποιούνται στα πλαίσια κάποιων άλλων πιο ικανών και γεωγραφικά πιο εστιασμένων πρωτοβουλιών όπως η ΕΕΠΑ και η ΕΜΣ, που ήδη έχουν περιορίσει το ρόλο του ΟΑΣΕ στη Μεσόγειο. Έχει αποδειχθεί άλλωστε ότι τέτοιοι μηχανισμοί αποτελούν ορόσημο για το σχηματισμό και την επιτυχή διαχείριση διεθνών καθεστώτων εκτεταμένης κλίμακας, την ανάπτυξη μιας συνεργατικής κουλτούρας, την αναζήτηση μιας détente μεταξύ διαφορετικά κοινωνικο-οικονομικά οργανωμένων πολιτικών οντοτήτων, καθώς και την κατασκευή μιας ‘γνωστικής περιφέρειας’ (cognitive region) βασισμένη σε ένα εφαρμόσιμο πολυμερισμό.[15]
Παράλληλα με την υπογραφή της Χάρτας
των Παρισίων το 1990 στα πλαίσια της ΔΑΣE, με πρωτοβουλία των υπουργών
εξωτερικών της Ιταλίας (de Michelis) και Ισπανίας (Ordones) είχαμε τη
δημιουργία μιας αντίστοιχης διαδικασίας για τη Μεσόγειο, γνωστή και ως ΔΑΣΜ. Ο
σκοπός ενός τέτοιου εγχειρήματος ήταν η συνεννόηση των χωρών της τότε
Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Βαλκανικής, της Βορείου Αφρικής, καθώς και της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης, των ΗΠΑ, και
τέλος, των αραβικών χωρών του Περσικού Κόλπου με σκοπό την ασφάλεια και τη
συνεργασία στη Μεσόγειο στο πρότυπο της Ευρωπαϊκής εμπειρίας. Κατακρίθηκε
ωστόσο κυρίως για τη γεωγραφική ευρύτητα των στόχων της αλλά και τη
μη-εφαρμοσιμότητα της Ευρωπαϊκής εμπειρίας στη Μεσογειακή της έκδοση. Εξαιτίας
του Πολέμου στον Περσικό Κόλπο το 1990-91 έτυχε του σκεπτικισμού κάποιων
Ευρωπαϊκών δυνάμεων (Γερμανία και Μ. Βρετανία) και των ΗΠΑ ότι μια τέτοια
διαδικασία στη Μεσόγειο θα έθετε εκτός τροχιάς την παράλληλη διαδικασία στη Μ.
Ανατολή δημιουργώντας επιπλέον φραγμούς στην ελευθερία δράσης τους στη
διπλωματία της περιοχής.
Παραμένοντας στάσιμη σε διακυβερνητικό επίπεδο, η ΔΑΣΜ επαναπροσδιορίσθηκε
σε διακοινοβουλευτικό επίπεδο αυτή τη φορά στη Μάλαγα το 1992 και υπό την
αιγίδα της Δια-Κοινοβουλευτικής Ένωσης (ΔΚΕ). Αυτή η προσπάθεια διέφερε από την
προκάτοχο της μόνο στο ότι δεν επετράπη στην Πορτογαλία να συμμετάσχει, ενώ
Ρωσία, ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Παλαιστίνη συμμετείχαν ως παρατηρητές. Η δεύτερη
διάσκεψη στη Μάλτα το 1995, οι έξι ενδιάμεσες θεματικές συναντήσεις και οι 15
συναντήσεις σε συνεργασία με τη διετή θεσπισμένη διάσκεψη της ΔΚΕ που έγιναν
στο διάστημα 1993-1999, δεν κατάφεραν να αποδεσμεύσουν τη ΔΑΣΜ από την ‘ομηρία’
της στο αδιέξοδο της διαδικασίας στη Μ. Ανατολή. Δέκα χρόνια μετά την
επανεκκίνηση της ΔΑΣΜ, στην τρίτη κατά σειρά διάσκεψη στη Μασσαλία (30 Μαρτίου
- 3 Απριλίου 2000), οι συμμετέχοντες πρότεειναν τη δημιουργία μιας Μεσογειακής
δια-κοινοβουλευτικής δομής που θα λειτουργεί συμπληρωματικά της ΔΑΣΜ, της
Διάσκεψης των Προέδρων των Κοινοβουλίων της Ευρω-Μεσογειακής Περιφέρειας και
του ΕΜΚΦ.[16] Επίσης
εγγυήθηκαν τη δημιουργία ενός ad hoc μηχανισμού που θα
γνωμοδοτεί σχετικά με τη μελλοντική δράση της ΔΑΣΜ με σκοπό τη μακροπρόθεσμη
δημιουργία μιας κοινοβουλευτικής συνάθροισης των Μεσογειακών χωρών και που θα
δώσει την πρώτη της έκθεση στην επόμενη
(104η) Διάσκεψη της ΔΚΕ στην Τζακάρτα.[17]
Η Διάσκεψη
των χωρών της ΜΑΒΑ και η
Επιτροπή για την ΕΕΠΑ
Με την υποστήριξη των
ΗΠΑ και δύο Αμερικανικών οργανώσεων (Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και Συμβούλιο
Εξωτερικών Σχέσεων), η Διάσκεψη των χωρών της ΜΑΒΑ προέκυψε στο πλαίσιο της
ειρηνευτικής διαδικασίας που ξεκίνησε στη Μαδρίτη υπό την αιγίδα της
Ουάσινγκτον με στόχο τη δημιουργία μιας οικονομικής κοινότητας των χωρών της Μ.
Ανατολής και της Βορείου Αφρικής βασισμένη στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς.
Η πρώτη διάσκεψη με στόχο την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης και της
επιχειρησιακής δραστηριότητας έλαβε χώρα στην Καζαμπλάνκα το 1994, η δεύτερη
στο Αμμάν το 1995 και η τρίτη στο Κάιρο το 1996. Εξαιτίας όμως της στασιμότητας
της ειρηνευτικής διαδικασίας στη Μ. Ανατολή η πρωτοβουλία υποβιβάστηκε από
‘Διάσκεψη’ σε ‘Συνέδριο’. Στην τέταρτη κατά σειρά συνάντηση στη Ντόχα το 1997
και παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ, οι περισσότερες αραβικές χώρες δεν προσήλθαν παρά
το γεγονός ότι σημαντική πρόοδος σημειώθηκε στο θέμα της δημιουργίας της
Αναπτυξιακής Τράπεζας της Μ. Ανατολής (ΑΤΜΑ),[18]
και μίας εκτελεστικής γραμματείας με βάση το Μαρόκο.
Ο δευτερεύων ρόλος της ΕΕ στην πρωτοβουλία αυτή δημιούργησε φόβους στις
χώρες της ΕΕ για την ‘αμερικανική’ ΑΤΜΑ και την ad hoc μεροληπτική μεταχείριση των προγραμμάτων των χωρών της Μ. Ανατολής εις
βάρος των αναπτυξιακών αναγκών των χωρών της Β. Αφρικής. Έτσι, Γερμανία, Γαλλία
και Μ. Βρετανία διαβεβαίωσαν τη μη συμμετοχή τους στην ΑΤΜΑ,[19]
μποϋκοτάροντας κατ’ αυτό τον τρόπο την προσπάθεια των ΗΠΑ να εισχωρήσουν σε μια
κατεξοχήν Ευρωπαϊκή οικονομική ζώνη.
Βέβαια, το συνεχιζόμενο αδιέξοδο στην Αραβο-Ισραηλινή διαδικασία ήταν
αυτό που επέδρασε καταλυτικά στη στασιμότητα της όλης διαδικασίας. Η αναστολή
της το 1998 και 1999 ήταν αποτέλεσμα μιας συγχρονισμένης προσπάθειας των
αραβικών κρατών να τερματίσουν την ομαλότητα των σχέσεων τους με το Ισραήλ
μποϋκοτάροντας το οικονομικά.[20]
Η όποια ελπίδα για αναζωογόνηση της ειρηνευτικής διαδικασίας το 2000 χάθηκε,
ενώ η εκλογή του σκληροπυρηνικού Λικούντ στο ξεκίνημα του 2001 έκλεισε το
παράθυρο ελπίδας που είχε ανοίξει η εκλογή του κόμματος του Μπάρακ την άνοιξη
1999 ανοίγοντας παράλληλα ένα νέο κύκλο αίματος στη Μ. Ανατολή.
Η επιτροπή για την ΕΕΠΑ με τη σειρά της ξεκίνησε και αυτή στο πλαίσιο της
ειρηνευτικής διαδικασίας και απαρτίζεται από το Ισραήλ και 12 αραβικές χώρες,
με σημαντικότερες απουσίες αυτών της Συρίας, Λιβύης, Ιράκ και Ιράν. Οι
διαπραγματεύσεις του 1993 και 1994 παρήγαγαν το προσχέδιο μιας διακήρυξης αρχών
ειρήνης και ασφάλειας στη Μ. Ανατολή βασισμένο στο κλασικό μοντέλο των
αλληλεξαρτώμενων πυλώνων που εισήγαγε το 1975 η Τελική Πράξη του Ελσίνκι.
Πρόοδος στο λειτουργικό πυλώνα επικεντρώθηκε σε προτάσεις για κοινές ασκήσεις
διάσωσης και περισυλλογής από τη θάλασσα, την εγκαθίδρυση ενός κέντρου περιφερειακής
ασφάλειας στο Αμμάν και ένα περιφερειακό κέντρο επικοινωνιών στην Αίγυπτο. Η
συνάντηση της επιτροπής στην Τύνιδα το Δεκέμβριο του 1994 απέτυχε να επικυρώσει
τη διακήρυξη αρχών και ελλείψει ενός επίσημου κειμένου η πρόοδος της δεν ήταν η
αναμενόμενη καθώς τα θέματα συζήτησης αυτού του Φόρουμ ήταν πρωτοφανή για τα
δεδομένα της Μ. Ανατολής εκείνη την εποχή - με μόνη ίσως σημαντική διαφωνία το
θέμα του ελέγχου των πυρηνικών.[21] Και μόνο το γεγονός ότι άραβες και ισραηλινοί
αξιωματούχοι αντάλλαξαν απόψεις σε θέματα ‘υψηλής’ πολιτικής αποτελεί καθεαυτό
μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Ωστόσο, η έλλειψη επίσημου κειμένου, ο
εθελοντικός χαρακτήρας της συμμετοχής που κάνει τις τυχόν δεσμεύσεις εύκολα
ανακλητές και η μη συμμετοχή των ‘άτακτων’ (rogue) χωρών όπως Συρία, Λίβανος, Λιβύη, Ιράκ και Ιράν (μέχρι της επανασύνδεσης
των διμερών τους σχέσεων με το Ισραήλ) αποτελούν τους κυριότερους λόγους για τη
συνεχιζόμενη στασιμότητα της πρωτοβουλίας.
Η Μεσογειακή Πρωτοβουλία της ΔΕΕ
Παρότι η Μεσογειακή
επιτροπή ερευνών της ΔΕΕ μελετάει θέματα Μεσογειακής ασφάλειας από το 1987,
μόλις το 1992 οι χώρες της ΔΕΕ αποφάσισαν να ξεκινήσουν ένα διάλογο με ένα
περιορισμένο αριθμό χωρών της Μεσογείου (Αίγυπτος, Ισραήλ, Αλγερία, Τυνησία,
Μαρόκο και Μαυριτανία) επικυρώνοντας παράλληλα μία λίστα αρχών για την επίλυση
των διενέξεων στη Μεσόγειο: α) διάλογο για τον προσδιορισμό των πιθανών
πλαισίων συνεργασίας για τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή, β) μέτρα
οικοδόμησης εμπιστοσύνης, γ) διαφάνεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ε)
αντιστοιχία ποσοστών στρατιωτικών εξοπλισμών με τις πραγματικές ανάγκες εθνικής
ασφαλείας, στ) πρόληψη των διενέξεων και ειρηνική διευθέτηση τους, και η)
μείωση των όπλων μαζικής καταστροφής και βαλλιστικών πυραύλων. Εξαιτίας όμως
του γεγονότος ότι οι συναντήσεις κανονίζονται μέσω των πρεσβειών των
Μεσογειακών Χωρών στα κεντρικά γραφεία της ΔΕΕ στις Βρυξέλλες στη βάση του
ΔΕΕ+1, αλλά και της αλαζονικής φύσης της ίδιας της ΔΕΕ (σαν οργανισμός στο
λειτουργικό πεδίο της Ευρωπαϊκής ομπρέλας ασφαλείας) η πρωτοβουλία έχει
παραμείνει στάσιμη.[22]
Βέβαια η έλλειψη ενδιαφέροντος έγινε φανερή από την αρχή, αφού όλοι οι
συμμετέχοντες έδειξαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τα τεκταινόμενα σε άλλα
πλαίσια συνεργασίας, όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι
η προεδρία της ΔΕΕ έχει αναγκαστεί σε πολλές περιπτώσεις να ασκήσει πίεση στα
μέλη της για να δείξουν κάποιο ενδιαφέρον στις σχέσεις του οργανισμού με τις
Μεσογειακές χώρες. Επειδή όπως και στην πρωτοβουλία των 5+5 αλλά και στο
Μεσογειακό Φόρουμ όλοι οι εταίροι της ΔΕΕ συμμετέχουν στην ΕΜΣ, η πορτογαλική
προεδρία της ΔΕΕ το 2000 αναγκάστηκε να προτείνει την προσκόλληση και συμμετοχή
της στο πρόγραμμα εργασίας της, ούτως ή άλλως, πιο περιεκτικής και επιτυχημένης
διαδικασίας της Βαρκελώνης, με την προϋπόθεση ότι θα υπογραφεί το ΕΜΣΣΑ.[23]
Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι το 1995, και χωρίς προειδοποίηση προς τους
Μεσογειακούς εταίρους τους, Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία ανακοίνωσαν
τη δημιουργία των δυνάμεων άμεσης επέμβασης EUROFOR και EUROMARFOR. Στη σύνοδο των υπουργών εξωτερικών των αραβικών χωρών στο Κάιρο (1997),
απέδωσαν κατηγορίες αντι-αραβισμού στην πρωτοβουλία της ΔΕΕ παρά τις
διαβεβαιώσεις των Ευρωπαίων εταίρων τους για τον ανθρωπιστικό και ειρηνευτικό
χαρακτήρα της. Αυτή η προσπάθεια διεθνοποίησης και απεθνικοποίησης κρατικών
στρατιωτικών δομών για μη-επιθετική δράση, μεταφράστηκε από τον αραβικό κόσμο
σαν ενίσχυση της Ευρωπαϊκής στρατιωτικής ισχύος με ανεπιθύμητα αποτελέσματα
στην εμπιστοσύνη των αραβικών χωρών προς τους εταίρους τους. Έτσι, παρότι το
Μεσογειακό γκρουπ της ΔΕΕ που δημιουργήθηκε με σκοπό τη συμβολή της ΔΕΕ στη
μελέτη του πολιτικού πυλώνα της ΕΜΣ αλλά και η επιτροπή εμπειρογνωμόνων έχουν
κατά κάποιο τρόπο ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αραβικών χωρών με τη διοργάνωση
σεμιναρίων για την πληροφόρηση στρατιωτικών αξιωματούχων (Παρίσι 1998 και
Γένοβα 1998), η δριμύτατη αντίδραση των αραβικών χωρών στη δημιουργία
των δυνάμεων άμεσης επέμβασης υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η παροχή σωστής
πληροφόρησης στην επίτευξη συνθηκών περιφερειακής σταθερότητας. Αυτό αποτελεί
άλλωστε και το κυριότερο πρόβλημα στη δράση που έχει αναπτύξει και το ΝΑΤΟ στη
Μεσόγειο, αφού αυτός ο δυτικός οργανισμός ασφαλείας έχει ακόμη μεγαλύτερο
πρόβλημα ‘εικόνας’ στον αραβικό κόσμο μετά τις επεμβάσεις του στον Περσικό
κόλπο και τα Βαλκάνια.
Ο Μεσογειακός Διάλογος του ΝΑΤΟ
Ο Μεσογειακός Διάλογος
του ΝΑΤΟ ξεκίνησε το 1994. Αρχικά συμμετείχαν η Αίγυπτος, το Ισραήλ, η Ιορδανία
η Μαυριτανία, το Μαρόκο και η Τυνησία ενώ η Αλγερία έγινε μέλος πιο πρόσφατα -
το Φεβρουάριο του 2000. Στόχος της πρωτοβουλίας είναι η δημιουργία καλών
σχέσεων και αμοιβαίας κατανόησης ανάμεσα στον οργανισμό και τους Μεσογειακούς
του εταίρους, καθώς και η ενίσχυση της περιφερειακής ασφάλειας και
σταθερότητας. Η δράση του καθορίζεται από το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του και
στοχεύει στην πρακτική συνεργασία σε θέματα περιφερειακής ασφάλειας και άμυνας,
πληροφόρησης και επιστήμης. Παρότι η συνεργασία έχει επισήμως ξεκινήσει εδώ και
5 χρόνια, δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα με την ανταπόκριση των Μεσογειακών
εταίρων να παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, αφού η επιδείνωση των Αραβο-Ισραηλινών σχέσεων τα
τελευταία δύο χρόνια επηρέασαν τη γενικότερη απροθυμία των αραβικών χωρών να
συμμετάσχουν σε πολυμερή σχήματα συνεργασίας με το Ισραήλ. Οι λόγοι για την
αδράνεια αυτή πρέπεί ίσως να αναζητηθούν στα σχόλια του Claes για τον ισλαμικό
φονταμενταλισμό και τη δημόσια κατακραυγή τους στις περισσότερες αραβικές
χώρες.[24]
Σε μια ανεπίσημη συνάντηση των υπουργών αμύνης στο Williamsburg το 1995, ο Ιταλός υπουργός Corcione, πρότεινε τη
δημιουργία ενός Συνεταιρισμού για τη Μεσόγειο, πανομοιότυπου αυτού που υπάρχει
για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Partnership for Peace), χωρίς όμως να
συνεπάγεται και τη μελλοντική τους ένταξη στο ΝΑΤΟ – κάτι αντίστοιχο δηλαδή της
ΔΑΣΜ στα πλαίσια της ΔΑΣΕ το 1990. Παρά το γεγονός ότι μια τέτοια πρόταση
επανήλθε στο προσκήνιο, η επανειλημμένη απόρριψη της απέδειξε τη διστακτικότητα
των μελών του ΝΑΤΟ να προχωρήσουν τόσο πολύ στις σχέσεις τους με τις χώρες της
περιφέρειας. Η ανταλλαγή απόψεων και η επιβεβαίωση των προθέσεων του ΝΑΤΟ για
τη Μεσόγειο ήταν το ζητούμενο, αφού φόρμουλες πιο έντονης συνεργασίας θα
σήμαιναν και περισσότερες απαιτήσεις χρηματοδότησης. Ειδικά οι ΗΠΑ
ενδιαφέρονται για την εφαρμογή μόνο ανώδυνων προγραμμάτων έτσι ώστε να
διαφυλάξουν ισχυρό πολιτικό τους κύρος σε διμερές επίπεδο.
Μετά από δύο γύρους διαπραγματεύσεων με τους Μεσογειακούς εταίρους, τον Ιούνιο του 1996 το ΝΑΤΟ πρότεινε μία σειρά δραστηριοτήτων συνεργασίας σε επιστημονικό επίπεδο. Ο Μεσογειακός Διάλογος του ΝΑΤΟ απέκτησε νέο δυναμισμό στη Διάσκεψη της Μαδρίτης τον Ιούλιο του 1997 με τη δημιουργία του Μεσογειακού Γκρουπ Συνεργασίας που σαν αποτέλεσμα είχε τα μέλη του ΝΑΤΟ μπορούν να επέμβουν άμεσα στις πολιτικές συζητήσεις με τους Μεσογειακούς εταίρους.[25] Αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ και αντιπρόσωποι από τις νότιες Μεσογειακές χώρες συναντώνται τακτικά στο πλαίσιο του Γκρουπ Συνεργασίας για να συζητήσουν θέματα που εκπίπτουν του Μεσογειακού Διαλόγου, αυξάνοντας έτσι τη διαφάνεια της μεσογειακής προσέγγισης του ΝΑΤΟ. Επίσης σεμιναριακή διπλωματία έχει παρουσιαστεί στο πλαίσιο του Μεσογειακού Διαλόγου ενώ η στρατιωτική διάσταση περιλαμβάνει επισκέψεις παρατηρητών από της Μεσογειακές χώρες σε Νατοϊκές ασκήσεις και στρατιωτικά σώματα.[26] Εκτός από σεμινάρια, συνέδρια και συνόδους πληροφορικής ο Διάλογος διεξάγεται και σε διμερές επίπεδο, αναγνωρίζοντας έτσι τις ‘διαφορές’ μεταξύ των συμμετεχόντων χωρών και παράλληλα επιτρέποντας τη (στρατιωτική) συνεργασία να αναπτυχθεί όταν οι χώρες αυτές είναι έτοιμες. Επιπλέον το ΝΑΤΟ διατήρησε σημαντικές δυνάμεις στη Μεσόγειο κατά την περίοδο που εξετάζεται εδώ, όπως το STAVNARFORMED καθώς και πυρηνικά όπλα ελεγχόμενα από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.[27] Η Γαλλία έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αποκτήσει τον έλεγχο του Νοτιοανατολικού διοικητηρίου (RC South), (πρώην AFSOUTH), αν και είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η Γαλλία τρέφει ιδιαίτερο σεβασμό για τη Μεσογειακή πρωτοβουλία του ΝΑΤΟ σε μία κατ’εξοχήν δική της ζώνη επιρροής. Οι Μεσογειακές φιλοδοξίες του ΝΑΤΟ ενισχύθηκαν μετά την ανακοίνωση του νέου στρατηγικού δόγματος της Ατλαντικής συμμαχίας τον Απρίλιο του 1999, με το οποίο κατέδειξε την πρόθεση του να αλλάξει την αρνητική εικόνα στον αραβικό κόσμο. Ωστόσο η πολιτική του ΝΑΤΟ προς τη Μεσόγειο παραμένει δευτερεύον στρατηγική προτεραιότητα καθώς οι εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και η προς Ανατολάς διεύρυνση είναι τα θέματα που απασχολούν περισσότερο του συμμάχους.
Το ξεκίνημα της νέας χιλιετίας βρήκε την ΕΕ όχι μόνο να έχει κυριαρχήσει στον Ευρωπαϊκό χώρο αλλά να έχει μετατραπεί και σε πόλο έλξης για τις χώρες που λειτουργούν στα όρια των γεωπολιτικών της συμφερόντων και οι οποίες δεν προβλέπεται να ενταχθούν στο Ευρωπαϊκό σύνολο. Οι σχέσεις της ΕΕ με αυτές αντιμετωπίζονται από το 1995 στο πολυδιάστατο πλαίσιο της ΕΜΣ, το οποίο ουσιαστικά αντικατέστησε τις προηγούμενες Μεσογειακές πολιτικές της Ένωσης, προσφέροντας την από καιρό προσδοκώμενη πλατφόρμα για την ανάδειξη ενός πολυμερούς πλαισίου συνεργασίας, με αδύνατη αρχικά, αλλά πολλά υποσχόμενη θεσμική φυσιογνωμία. Η λογική της ΕΜΣ ήταν να ενώσει τη Μεσογειακή λεκάνη με πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς δεσμούς, συνεισφέροντας έτσι στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος για ειρήνη και οικονομική ανάπτυξη των Μεσογειακών χωρών. Τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Μεσογειακός χώρος οδήγησαν την ΕΕ στη δημιουργία ενός πολυδιάστατου πλαισίου που αναγνωρίζει την αλληλένδετη σχέση ανάμεσα στις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικο-πολιτισμικές διαστάσεις της ασφάλειας. Έτσι οι τρεις αντίστοιχες ομάδες δράσης που συμφωνήθηκαν στη Βαρκελώνη περιλαμβάνουν κάποια πολύ γνωστά θέματα της Μεσογειακής διπλωματίας, αναθεωρημένα και ενισχυμένα ώστε να αποσαφηνίσουν την πολυπλοκότητα του Ευρω-Μεσογειακού συστήματος. Επίσης εμφανίζονται κάποια νέα στοιχεία που αντανακλούνται σε παλαιότερα πολιτικά μορφώματα όπως στη ΔΑΣΕ αλλά και νεότερες λειτουργίες όπως αυτές που εμπεριέχονται στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Τέλος το πρόγραμμα εργασίας, αποτελεί το δυναμικό στοιχείο που εξασφαλίζει τη συνέχεια της ΕΜΣ και την τοποθετεί σε θέση ώστε να θεωρείται από μόνη της μηχανισμός πολυσχιδούς συνεργασίας ανάμεσα στους 27 συνολικά Ευρωπαϊκές και νότιες Μεσογειακές χώρες-εταίρους.[28]
Η ΕΜΣ μπορεί να ειδωθεί σαν το έμβλημα μιας διαδικασίας που αποτελείται από μία δυναμική δέσμη διεθνών ανταλλαγών και σαν μια ‘πολιτική χειρονομία’ εκ μέρους της ΕΕ με σκοπό να διορθώσει τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τις προηγούμενες ανεπαρκείς Ευρωπαϊκές πολιτικές στη Μεσόγειο,[29] αλλά που όμως απέχει ακόμη από το να αποδειχθεί μία σημαντική και περιεκτική ‘Συν-εταιρική Σχέση. Η πρωτοβουλία αυτή ήταν μια Ευρωπαϊκή προσπάθεια αναθεώρησης του ‘κινδύνου από το Νότο’ και γι’ αυτό, αντί να καταδείξει μία στρατιωτική απειλή, προσανατολίστηκε στους κινδύνους που απορρέουν από την οικονομική υπανάπτυξη στο νότο της Μεσογείου. Η οικονομική ανάπτυξη αντιμετωπίζεται σαν το κλειδί που θα διασφαλίσει την ευημερία και τη σταθερότητα στη περιοχή, όπου μέχρι το 2015 αναμένεται να λειτουργεί σαν ζώνη ελευθέρων εμπορικών συναλλαγών (MEFTA). Η ΕΜΣ αντιπροσωπεύει περισσότερο μία ισορροπία ανάμεσα στα Ευρωπαϊκά και νότια Μεσογειακά συμφέροντα παρά μια ομάδα κοινών Ευρω-Μεσογειακών ενδιαφερόντων. Γι’ αυτό ο οικονομικός πυλώνας και ειδικότερα το χρηματοδοτικό σκέλος ενδιαφέρει περισσότερο τις Μεσογειακές χώρες. Σε επιστροφή για την αύξηση της χρηματοδοτικής βοήθειας που η ΕΕ προσφέρει στους Μεσογειακούς της εταίρους, θέλει να δει πρόοδο στη διαδικασία δημιουργίας της MEFTA καθώς και τήρηση των πολιτικών αρχών που συμφωνήθηκαν στη Βαρκελώνη. Στη βάση αυτή, η νέα Μεσογειακή πολιτική της ΕΕ μπορεί θεωρητικά να οδηγήσει σε κάτι παραπάνω από ένα απλό ‘συνεταιρισμό’ κρατών όπως αυτός έχει καταγραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία,[30] δηλαδή σε ένα ‘διεθνές καθεστώς’ αναδόμησης και διαχείρισης της Μεσογειακής περιφέρειας εν’ όψη των νέων προκλήσεων που επιφέρει μια ευρύτερη διαδικασία, αυτή της παγκοσμιοποίησης.[31] Ο κύριος λόγος ενός τέτοιου ισχυρισμού, είναι ότι υπάρχουν αναμφισβήτητα χαρακτηριστικά ενός διεθνούς καθεστώτος εν τη γενέσει στις δομές της ΕΜΣ, όπως η ανάπτυξη γενικών κανόνων ‘καλής διακυβέρνησης’ αλλά και η θεσμοθέτηση μηχανισμών συλλογικής δράσης. Οι κανονιστικές επιπτώσεις των συμφωνηθέντων αρχών στη Βαρκελώνη και το μοντέλο συνεργασίας των αλληλεξαρτώμενων πυλώνων καθώς και του προγράμματος εργασίας (λειτουργικός πυλώνας) αποτελούν σε σχέση με την εμφάνιση νέων μορφών πολυμερούς συνεργασίας μία μέθοδο διευθέτησης και υπερκερασμού των εμποδίων στη διαδικασία ανάπτυξης θεσμών που συνίστανται από συμφωνημένες αρχές, νόρμες, κανόνες, προγράμματα και διαδικασίες λήψης αποφάσεων που ρυθμίζουν σχέσεις και αλληλεπιδράσεις σε συγκεκριμένες θεματικές περιοχές των διεθνών σχέσεων των Μεσογειακών εταίρων. Ωστόσο η ελαστικότητα της Διαδικασίας της Βαρκελώνης, ο τρόπος με τον οποίο αυτή εκτιμάται από τους συμμετέχοντες, και οι τρόποι με τους οποίους οι κανόνες της μπορούν να επιτύχουν συμφωνία στη βάση της αμοιβαιότητας οριοθετούν τις προοπτικές απόκτησης επιχειρησιακών δυνατοτήτων και προσαρμογής των δομών της σε μια πολιτική δημιουργικής θεσμικής διευθέτησης.
Μετά την υπογραφή της Διακήρυξης της Βαρκελώνης το 1995 οι συναντήσεις στη
Μάλτα (1997) και στο Παλέρμο (1998) έλαβαν χώρα σε ένα εντελώς διαφορετικό
πολιτικό περιβάλλον απ’ αυτό στη Βαρκελώνη στο οποίο εγκαθιδρύθηκε η ΕΜΣ. Τα
επακόλουθα χρόνια η σταδιακή τελμάτωση της Αραβο-Ισραηλινής διαδικασίας
αποτέλεσε εμπόδιο προόδου όχι μόνο για την επίτευξη συνθηκών σταθερότητας αλλά
και οικονομικής συνεργασίας στη Μεσόγειο. Αν και πρόοδος σημειώθηκε κυρίως σε
τεχνικά θέματα, το γεγονός ότι δεν παρέμεινε στάσιμη επέδειξε την υπεροχή της
ΕΜΣ σε σχέση με άλλες προσεγγίσεις καθώς παρέμεινε το μόνο φόρουμ επικοινωνίας
σε επίπεδο υπουργών και υψηλών αξιωματούχων μεταξύ Συρίας, Ισραήλ και Λιβάνου.
Οι κύριοι στόχοι των συναντήσεων στη Μάλτα και στο Παλέρμο ήταν η αναλυτικότερη
επεξεργασία του προγράμματος εργασίας της ΕΜΣ καθώς και η δημιουργία ενός
πλάνου άμεσης δράσης για την ενίσχυση της περιφερειακής συνεργασίας. Όμως και
οι δύο κατέληξαν σε έλλειψη ομοφωνίας σε
θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην αναβολή υπογραφής του ΕΜΣΣΑ, στην
καθυστέρηση της παροχής χρηματοδοτικής βοήθειας και στην έλλειψη ουσιώδους
συνεργασίας σε επίπεδο Μη-Κυβερνητικών Οργανισμών.
Ακόμη και οι πιο απαισιόδοξοι αναλυτές θεωρούν την τρίτη Ευρω-Μεσογειακή
Συνδιάσκεψη των χωρών της ΕΜΣ στη Στουτγάρδη (1999) επιτυχή υπό τις συνθήκες
τις οποίες έλαβε χώρα: ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, οι εκλογές στο Ισραήλ και η
παραίτηση ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι κάποια από τα γεγονότα τα
οποία δημιούργησαν ένα πολύ αρνητικό κλίμα για την επίτευξη οποιασδήποτε
θετικού αποτελέσματος. Η συνδιάσκεψη ωστόσο έδωσε νέα ώθηση στη Διαδικασία της
Βαρκελώνης με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών για το ΕΜΣΣΑ που περικλείουν
μέτρα οικοδόμησης συνεργατικότητας, καλής γειτνίασης, περιφερειακής συνεργασίας
και προληπτικής διπλωματίας των οποίων η ευέλικτη εφαρμογή θα δημιουργήσει τις
κατάλληλες προϋποθέσεις για τη βαθμιαία εξέλιξη ενός ισόρροπου Ευρω-Μεσογειακού
συστήματος σφαιρικής ασφάλειας. Ένα τέτοιο σύστημα θα μπορεί να προάγει
αμοιβαία προβλεψιμότητα μέσα από διαδικασίες διαφάνειας και ανοιχτού διαλόγου,
προσχεδιασμένη και από κοινού διαχείριση κρίσεων καθώς και την ειρηνική
διευθέτηση των διαφορών. Το ΕΜΣΣΑ επρόκειτο να υιοθετηθεί στην Ευρω-Μεσογειακή
Συνδιάσκεψη στη Μασσαλία. Στην ανεπίσημη όμως συνάντηση στη Λισσαβόνα (25-26
Μαΐου 2000) οι εταίροι έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην πρόοδο που έχει
σημειωθεί από την επιτροπή υψηλών αξιωματούχων στο προσχέδίο του ΕΜΣΣΑ, το
οποίο θα προσεγγίζει σφαιρικά την έννοια της σταθερότητας μέσα σε ένα εξελικτικό
πλαίσιο μη-δεσμευτικού χαρακτήρα και θα λειτουργεί σαν ένα όργανο πολιτικής
νομιμοποίησης για την εφαρμογή των συμφωνημένων της Βαρκελώνης, αφήνοντας
ωστόσο ανοικτό το ενδεχόμενο της αναβολής υιοθέτησης του εξαιτίας του πολιτικού
κλίματος που επικρατεί στη Μ. Ανατολή. Στην τέταρτη κατά σειρά Συνδιάσκεψη στη
Μασσαλία (15-16 Νοεμβρίου 2000), οι Ευρω-Μεσογειακοί εταίροι δεσμεύτηκαν να
προχωρήσουν στην ενίσχυση του διαλόγου και στη σύγκλιση αναλύσεων και
αντιλήψεων σε θέματα τρομοκρατίας, μετανάστευσης και ανθρωπίνων ανταλλαγών έτσι
ώστε να καταστεί δυνατή μια συμφωνία σε μέτρα διαφάνειας και εμπιστοσύνης χωρίς
να περιμένουν την υιοθέτηση του ΕΜΣΣΑ.[32]
Συμπερασματικά σε ότι αφορά τον πυλώνα της ΕΜΣ, οι εταίροι επιβεβαίωσαν για
ακόμη μία φορά τη ιδιαίτερη σημασία που αποδίδουν στην υιοθέτηση του ΕΜΣΣΑ και μέτρων οικοδόμησης
εμπιστοσύνης, χωρίς όμως να προχωρήσουν περαιτέρω στην εφαρμογή τους εξαιτίας
της κλιμακούμενης έντασης στη Μ. Ανατολή.
Στον οικονομικό πυλώνα, οι υπουργοί ασχολήθηκαν με το χαμηλό επίπεδο των εξωτερικών
επενδύσεων, παρατηρώντας ότι δεν μπορούν να υποστηρίξουν ούτε την ανάπτυξη των
Μεσογειακών χωρών ούτε και να προκαλέσουν το ενδιαφέρων από την πλευρά των
επενδυτών, - κάτι που είχε παρατηρηθεί και στη συνάντηση για τις επενδύσεις στη
Λισσαβόνα (29 Φεβ.-1 Μαρ. 2000) -, ενώ κάλεσαν για άμεση δράση στη συμφωνία
σύνδεσης με την Αίγυπτο καθώς και στην επικύρωση της συμφωνίας με την Ιορδανία
μέσα στους πρώτους μήνες του 2001. Στον τρίτο πυλώνα , ανανεώθηκαν τα ήδη
υπάρχοντα προγράμματα (δεύτερη φάση του Euromed-Heritage και του Euromed-Audiovisual, καθώς και τη δημιουργία του νέου Euromed-Human Sciences. Επίσης πρότειναν τη διοργάνωση μέσα στο 2001
ενός περιφερειακού προγράμματος στο πεδίο της Δικαιοσύνης και Εσωτερικών
Υποθέσεων, και αποδέχτηκαν την πρόταση του σεμιναρίου για το συντονισμό στη
συνεργασία στον τελωνιακό έλεγχο στη Μεσόγειο (3-4 Απρ. 2000) να οργανώσουν ένα
πιλοτικό πρόγραμμα κοινών ελέγχων στη θάλασσα μέσα στο 2001. Τέλος,
αποφασίστηκε ότι η επόμενη Συνδιάσκεψη θα λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της
Βελγικής προεδρίας της ΕΕ στο δεύτερο μισό του 2001, ενώ η πέμπτη (Βαρκελώνη
ΙΙ) μέσα στο πρώτο μισό του 2002, οπότε δηλαδή περνάει η προεδρία της ΕΕ στην
Ισπανία, με στόχο την υπογραφή του ΕΜΣΣΑ.
Η παραπάνω ανάλυση τείνει
να ευνοεί τις προσεγγίσεις σφαιρικού χαρακτήρα, ενώ δυσοίωνες φαίνονται οι
προοπτικές για τις πρωτοβουλίες περιορισμένου χαρακτήρα. Μόνο το Μεσογειακό
Φόρουμ παραμένει ‘ζωντανό’ σε μια περίοδο τέλματος στη Μ. Ανατολή, αλλά με
ανοιχτή την προοπτική της σταδιακής του απορρόφησης μέσα στο πλαίσιο της ΕΜΣ
είναι πολύ πιθανό το Φόρουμ να ‘ειδικευτεί’ σε ένα τομέα συνεργασίας (π.χ.
πολιτισμικό διάλογο και μείωση των εξοπλισμών). Οι υπόλοιπες προσεγγίσεις που
συνεχίζουν τη δράση τους στο πεδίο της συνεργασίας στη Μεσόγειο είναι το
πολυμερές συστατικό της ειρηνευτικής διαδικασίας στη Μ. Ανατολή, η Διάσκεψη των
χωρών της ΜΑΒΑ, οι πρωτοβουλίες των ΔΕΕ και ΝΑΤΟ και η ΕΜΣ. Οι πρώτες δύο
μοιράζονται ένα ειδικό ενδιαφέρον στη Μ. Ανατολή σε θέματα περιφερειακής ασφάλειας
και οικονομικής ανάπτυξης, όμως το αδιέξοδο στην Αραβο-Ισραηλινή ειρηνευτική
διαδικασία έχει οδηγήσει στην τελμάτωση τους. Με εξαίρεση τις διασκέψεις των
χωρών της ΜΑΒΑ, όλες οι υπόλοιπες πρωτοβουλίες περιλαμβάνουν συζητήσεις θεμάτων
υψηλής πολιτικής. Από τις πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της ασφάλειας αυτή του
ΝΑΤΟ έχει τις μεγαλύτερες δυνατότητες για να αναπτύξει πρακτική συνεργασία σε
θέματα στρατιωτικής υφής. Τα θέματα οικονομικής συνεργασίας αποτελούν το
δεύτερο πιο κοινό πεδίο όπου η ΕΜΣ είναι κατά πολύ πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια.
Καμία όμως από τις παραπάνω προσεγγίσεις δεν αποτελεί από μόνη της ολοκληρωμένη
λύση για τα προβλήματα του Μεσογειακού χώρου.
Η συνεργασία στη Μεσόγειο αποτελεί περιφερειακό ενδιαφέρον για τον ΟΑΣΕ,
δευτερεύον για το ΝΑΤΟ και τη ΔΕΕ και
μετριοπαθώς σημαντικό θέμα για την ΕΕ. Παρότι οι οργανισμοί αυτοί
μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες για τη ρευστότητα στη Μεσογειακή λεκάνη, το raison d'être του κάθε ενός απ’ αυτούς
τους οργανισμούς έχει οδηγήσει σε διαφορετικές προσεγγίσεις των προβλημάτων της
περιφέρειας. Η πρωτοβουλία του ΝΑΤΟ στη Β. Αφρική αποτελεί ένα συμπλήρωμα των
συζητήσεων που λαμβάνουν χώρα στους κόλπους του οργανισμού σχετικά με την
αναδιάρθρωση και τη διεύρυνση του ίδιου του οργανισμού στην ευρύτερη Ευρωπαϊκή ομπρέλα
ασφαλείας. Συνολικά όμως η παρουσία του στη Μεσόγειο είναι πολύ περισσότερο
εκτεταμένη από αυτή της ΔΕΕ αφού η Ατλαντική συμμαχία είναι θεσμικά πιο ικανή
να προχωρήσει σε στρατηγική συνεργασία. Έτσι, το ΝΑΤΟ ίσως θα έπρεπε να
προχωρήσει σε περαιτέρω συνεργασίας σε στρατιωτικά θέματα αυξάνοντας παράλληλα
και τη συμμετοχή Μεσογειακών εταίρων στις ειρηνευτικές δραστηριότητες του.
Ακόμη και αν ο σταθεροποιητικός ρόλος του ΝΑΤΟ στην Αλγερία, Μαρόκο και Τυνησία
δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικός έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τη σχεδόν μηδενική
συνεισφορά της ΔΕΕ. Η τελευταία έχει ασχοληθεί περισσότερο με την ανάπτυξη των
δικών της δυνατοτήτων στο Ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας με αποτέλεσμα να
παραμελήσει την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της στη Μεσόγειο. Παρότι δεν έχει
εμπλακεί άμεσα με τις πρωτοβουλίες της ΕΕ ή του ΝΑΤΟ, η απόφαση της σταδιακής
συγχώνευσης της με την ΕΕ συνεπάγεται την υπαγωγή των δραστηριοτήτων της στο
πλαίσιο της ΕΜΣ.
Η επιτυχής έκβαση της Μεσογειακής πρωτοβουλίας του ΝΑΤΟ εξαρτάται τόσο από
το επίπεδο στήριξης του ΝΑΤΟ και των Μεσογειακών χωρών που συμμετέχουν, όσο και
από την εξέλιξη δύο άλλων διαδικασιών, της Βαρκελώνης και της Μ. Ανατολής καθώς
η επιτυχία ή η αποτυχία τους θα έχει ευμεγέθη επενέργειες στην περιφερειακή
σταθερότητα. Γι’ αυτό είναι στα άμεσα ενδιαφέροντα όλων των μελών της
Ατλαντικής συμμαχίας να εξασφαλίσουν ότι και οι δύο παραπάνω διαδικασίες
προχωρούν και λειτουργούν αποτελεσματικά εάν θέλουν η προσπάθεια ‘γεφύρωσης’
του ΝΑΤΟ να έχει επιτυχή αποτελέσματα. Η συμβολή του ΝΑΤΟ στη Μεσογειακή
ασφάλεια πρέπει να συνεχίσει την ενίσχυση του Μεσογειακού Διαλόγου
επικεντρώνοντας εκεί όπου υπερισχύει έναντι άλλων οργανισμών στην περιοχή,
δηλαδή σε θέματα άμυνας και στρατιωτικής ασφάλειας. Κάτι τέτοιο θα λειτουργήσει
συμπληρωματικά των υπόλοιπων περιφερειακών πρωτοβουλιών, συνεισφέροντας
εποικοδομητικά στις σχέσεις με τις χώρες νότια της Μεσογείου.
Ίσως η μόνη πρωτοβουλία με διαφορά δυναμικού στη
σταθεροποίηση ολόκληρης της Μεσογειακής λεκάνης είναι η ΕΜΣ, καθώς η νέα
Μεσογειακή πολιτικής της ΕΕ είναι καλύτερα εξοπλισμένη για να αντιμετωπίσει τα
προβλήματα που παρατηρούνται στη Μεσόγειο. Τα νέα στοιχεία που εμπεριέχονται
στην ΕΜΣ, ειδικά όταν αυτά συγκρίνονται με άλλες πολυμερείς πρωτοβουλίες και
κρατοκεντρικές προσεγγίσεις στην περιοχή μπορεί να δημιουργούν κάποια
συγκρατημένη αισιοδοξία για το μέλλον, ωστόσο η ανάπτυξη των σχέσεων
ΕΕ-Μεσογείου θα παραμείνει εξαρτημένη τόσο από τη διάθεση της ΕΕ να ενισχύσει
τη συνεργασία στην περιοχή, όσο και τη διάθεση αλλά και την ικανότητα των
Μεσογειακών εταίρων να ανταποκριθούν σε μία τέτοια πρωτοβουλία. Έστω κι αν η
εφαρμογή της είναι πολύ πιθανό να συναντήσει δυσκολίες, δεν υπάρχει καμιά
αμφιβολία ότι η νέα Ευρωπαϊκή προσέγγιση της Μεσογείου είναι πιο καλά
επεξεργασμένη και έχει περισσότερες πιθανότητες από τις υπόλοιπες πρωτοβουλίες
που αναλύσαμε παραπάνω ώστε να οδηγήσει σε ουσιαστική συνεργασία στα μεγάλα
προβλήματα που μαστίζουν τη Μεσογειακή περιφέρεια. Ίσως η δημιουργία ενός
θεσμικού πλαισίου με τη μορφή οργανισμού στην ΕΜΣ να οδηγήσει σε κάποιο βαθμό
στο διαμοιρασμό της ισχύος μεταξύ της ΕΕ και των υπόλοιπων Μεσογειακών χωρών
στη λήψη των αποφάσεων για τη φύση και τη λειτουργία του νέου Ευρω-Μεσογειακού
καθεστώτος. Η υιοθέτηση μηχανισμών παραπλήσιων αυτών που χρησιμοποιήθηκαν στη
ΔΑΣΕ θεωρούνται πρότυπο για την ανάπτυξη και την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων
της αφού κάτι τέτοιο θα επισυνάψει ένα χαρακτήρα επισημότητας στην ΕΜΣ και θα
οδηγήσει πολύ πιο αποτελεσματικά στις αναγκαίες αλλαγές για την εμπέδωση του
αναδυόμενου περιφερειακού συστήματος. Αναμφισβήτητα όμως υπάρχει ανάγκη για
περαιτέρω καινοτόμο συλλογισμό που θα συμπεριλάβει στην ατζέντα του μία σειρά
μηχανισμών μετασχηματισμού που θα αποσαφηνίσουν τη πολυπλοκότητα της νέας
Ευρω-Μεσογειακής πραγματικότητας, θα απορροφήσουν τους κραδασμούς από τις
διαδικασίες περιφερειακής αλλαγής και οργάνωσης, και θα σταθεροποιήσουν το
αναδυόμενο περιφερειακό σύστημα.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί καμία από τις Μεσογειακές πρωτοβουλίες δεν αποτελεί
πανάκεια για όλα τα περιφερειακά προβλήματα. Δεδομένης της πληθώρας των
πρωτοβουλιών υπάρχει ανάγκη συντονισμού των προσπαθειών με στόχο την εξασφάλιση
της συμπληρωματικότητας και συνεργατικότητας τους στην επίτευξη των συνθηκών
σταθερότητας στη Μεσόγειο, δηλαδή με τη σύγκλιση των στρατηγικών τους στόχων
και τη συμπληρωματικότητα των ικανοτήτων και των δραστηριοτήτων τους.[33]
Για παράδειγμα ο Μεσογειακός Διάλογος του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να μειώσει την
ανταγωνιστικότητα του με την ΕΜΣ εστιάζοντας περισσότερο στη συνεργασία σε
στρατιωτικά θέματα – πεδίο όπου η Ατλαντική έχει σημαντικό συγκριτικό
πλεονέκτημα σε σχέση με την ΕΕ. Άλλωστε οι προοπτικές συνεργασίας ΝΑΤΟ-ΕΕ
ενισχύονται από την ισχυρή αλληλεξάρτηση των δύο οργανισμών αλλά και τον υψηλό
βαθμό επιτυχίας της ΕΜΣ. Ενώ η παραπάνω συνεργασία παραμένει η πιο σημαντική μεταξύ
των διεθνών οργανισμών που δραστηριοποιούνται στη Μεσόγειο, μία τέτοια
προσπάθεια είναι καταδικασμένη σε αποτυχία εξαιτίας της έλλειψης συναίνεσης
στους κόλπους της ΕΕ σε θέματα που αφορούν το μέλλον της ΚΕΠΠΑ και της ΔΕΕ,
μειώνοντας έτσι τις πιθανότητες για συνεργασία των οργανισμών που
δραστηριοποιούνται στη Μεσόγειο.[34]
Σε ότι αφορά λοιπόν τις συνθήκες
πραγματικής σταθεροποίησης του αναδυόμενου Ευρω-Μεσογειακού συστήματος είναι
ξεκάθαρο ότι ο ρόλος των διεθνών οργανισμών στην περιοχή παραμένει περιορισμένος.
Οι πρωτοβουλίες για την από κοινού διαχείριση των προβλημάτων της
Μεσογείου θα συνεχίσουν να καταλήγουν σε αποτυχία εξαιτίας της ανυπαρξίας
θεσμοθετημένων περιφερειακών υποδειγμάτων φιλίας, ενώ το ‘ψυχολογικό έλλειμμα’
(psychological deficit) βορρά-νότου θα συνεχίζει να καθορίζει τις
διαπεριφερειακές σχέσεις.[35]
Η έλλειψη κοινής γλώσσας και κοινών προσεγγίσεων της ασφάλειας αποτελεί το
σημαντικότερο πρόβλημα στη θεσμοθέτηση
ενός ουσιαστικού διαλόγου ανάμεσα στις δύο πλευρές της Μεσογείου, καθώς όλες οι
πρωτοβουλίες παραμένουν βασισμένες στη Δυτική προσέγγιση της ασφάλειας
παραμερίζοντας τις θέσεις των αράβων εταίρων τους. Όσο οι διευθετήσεις
ασφαλείας βασίζονται σ’ αυτή την ασύμμετρη σχέση οι νότιοι Μεσογειακοί εταίροι
θα αισθάνονται περιφρονημένοι και τα ενδιαφέροντα τους θα παραμένουν εκτός του
σχεδιασμού των νέων δομών ασφαλείας. Όσο
λοιπόν οι πολιτισμικές παρερμηνείες δεν λύνονται, οι σχέσεις ανάμεσα στον
ισλαμικό νότο, τη χριστιανική Ευρώπη και τον εβραϊκό κόσμο θα παραμένουν
τεταμένες, προσφέροντας έτσι πάντα μία εύκολη δικαιολογία, αν όχι γόνιμο
έδαφος, για μη περαιτέρω συνεργασία, ακόμη και αντιπαλότητα. Κρίνεται
λοιπόν αναγκαία η θεσμοθέτηση ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ των Μεσογειακών λαών
που θα συμβάλλει στην κατάργηση των πολιτισμικών προκαταλήψεων και του
θρησκευτικού φανατισμού, και που θα οδηγήσει στην ανάληψη κοινών δράσεων στα
σύγχρονα προβλήματα της παγκόσμιας κοινωνίας, όπως η προστασία του
περιβάλλοντος, η πάταξη του διεθνοποιημένου εγκλήματος, κτλ. Μία νέα ερμηνευτική του πολιτισμικού διαλόγου
στον Ευρω-Μεσογειακό χώρο απορρέει εδώ σαν praesumptio juris et de jure: μία διαλεκτική πολιτισμικής αυτοπραγμάτωσης μέσω
ανταποδοτικών διαπραγματεύσεων, βασισμένη στη φιλοσοφία της αμοιβαίας
κατανόησης, που όμως απαραίτητα θα παραμερίσει την υποκειμενικότητα της
επικρατούσας προσέγγισης που θέλει τη Δύση να λειτουργεί σαν παγκόσμια
εκπολιτιστική δύναμη με μία σχεδόν μεταφυσική υποχρέωση προς την ανθρωπότητα.[36]
* Ο Δρ. Δημήτρης Κ. Ξενάκης είναι Honorary
Research Fellow του Πανεπιστημίου Exeter.
[1][1] Á. Vasconcelos & G.
Joffé (eds.), The
[2] D. K. Xenakis, ‘Order and Change in
the Euro-Mediterranean System’, Mediterranean
Quarterly, Vol. 11, No. 1, 2000, σσ. 75-90, &
‘From Policy to Regime: Trends in Euro-Mediterranean Governance’,
[3] D. K. Xenakis & D. N.
Chryssochoou, The Emerging Euro-Mediterranean
System, Manchester University Press, Manchester & New York 2001.
[4] T. Couloumbis & T. Veremis,
‘Introduction: The Mediterranean in Perspective’, στο S. Stavridis, et. al. (επιμ.), The Foreign Policies of the
European Union’s
[5] Σ. Ντάλης, & Κ. Λυμπερόπουλος, ‘Η
Φονταμενταλιστική Έξαρση του Ισλάμ και η Αμηχανία της Ευρώπης’, στο Θ.
Κουλουμπής & Σ. Ντάλης (επιμ.), Η
Ελληνική Εξωτερική Πολιτική στο Κατώφλι του 21ου Αιώνα: Εθνοκεντρισμός ή
Ευρωκεντρισμός, Παπαζήσης, Αθήνα 1997, σελ. 190-212.
[6] S. P. Huntington, ‘The Clash of
Civilizations?’, Foreign Affairs,
Vol. 72, No 3, 1993, pp. 22-49.
[7] S. Calleja, Navigating Regional Dynamics in the Post-Cold War World: Patterns of
Relations in the Mediterranean Areα,
[8] Ν. De Santis, ‘The Future of NATO’s
Mediterranean Initiative’, NATO Review,
Νο 48, 1998, σ. 33.
[9] Δες αναλυτικότερα στο Σ. Σταυρίδης & Δ. Κ.
Ξενάκης, ‘Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας της Ευρωπαϊκής
Ένωσης: Παλαιοί Προβληματισμοί και Νέες προκλήσεις’, στο Α. Μοσχονάς (επιμ.), Η Ευρωπαϊκή Ένωση: Σύγχρονοι Προβληματισμοί,
Εξάντας, Αθήνα 2000, σσ. 249-269.
[10] Θ. Π. Ντόκος & Φ. Τ. Πιέρρος, Η Μεσόγειος προς τον 21ο Αιώνα: Η
Θέση της Ελλάδας, Παπαζήσης, Αθήνα 1995, σ. 79.
[11] Ε. Pisani, ‘Η Τρι-ηπειρωτική Μεσόγειος:
Προβληματισμός πάνω σε ένα προβληματικό χώρο’, Ευρωπαϊκή Έκφραση, Νο. 28, 1998, σ. 23.
[12] B. Buzan, O. Wæver & J.
De Wilde, Security: A New Framework For
Analysis, Rienner, Boulder, Colorado & London, 1998.
[13] ‘Mediterranean Seminar Looks at the
Human Dimension, Democracy and the Rule of Law’, OSCE Newsletter, Vol. 5, No. 10, 1998.
[14] D. K. Xenakis, ‘The
[15] D. K. Xenakis, Transforming Regional Orders: The Helsinki and Barcelona Processes
Compared, Ανέκδοτη Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο του
[16] Σε δια-κοινοβουλευτικό επίπεδο η ΕΜΣ έχει
οδηγήσει στη δημιουργία ενός γνωμοδοτικού μηχανισμού για την Διάσκεψη των
Προέδρων των Κοινοβουλίων της Ευρω-Μεσογειακής Περιφέρειας και εγκαθίδρυση ενός Ευρω-Μεσογειακού Κοινοβουλευτικού
Φόρουμ (ΕΜΚΦ).
[17] Inter-Parliamentary
[18] Ρ. Carter, ‘Self help - Mediterranean
Style’, Project & Trade Finance, Μάρτιος 1997, σ. 28.
[19] L. T. Hadar, ‘Meddling in the
[20] International Herald
Tribune, ‘Arab States Recommend Sanctions on
[21] S. Feldman, Nuclear Weapons and Arms Control in the
[22] Βλεπε Annual Reports of the WEU Council
to the WEU Assembly: ‘Relations between the WEU Council and Assembly’, 43rd/44th/45th/46th
Annual Report of the Council to the Assembly on the Activities of the Council',
1997/1998/1999/2000.
[23] Roland Wegener (Deputy
Secretary-General of WEU), ‘Conflict prevention: Concepts and mechanisms’,
Opening Session of the Seminar organised jointly by the Portugues National
Defence Institute and Diplomatic Institute in collaboration with the WEU
Institute for Security Studies, Instituto da Defesa Nacional, Lisboa, 14-15
February 2000.
[24] Agence Europe, 9 Φεβ. 1995.
[25] Βλέπε αναλυτικότερα στο J. Nordam, ‘The Mediterranean
Dialogue: Dispelling misconceptions and building confidence’, NATO Review, No. 4, Ιούλιος 1997, σσ. 26-29.
[26] Δυνάμεις από την Αίγυπτο, την Ιορδανία και το
Μαρόκο συμμετείχαν σε αποστολές του ΝΑΤΟ με κυριότερη αυτή στη Βοσνία (SFOR).
[27] R. G. Whitman: ‘Securing Europe’s
southern flank? A comparison of NATO, EU and WEU policies and objectives’, NATO Individual Research Fellowships
1997-1999, www.nato.int/acad/fellow/htm, σ. 8.
[28] Για μια πιο εκτεταμένη ανάλυση της ΕΜΣ δες στο
Xenakis & Chryssochoou, op.cit.,
σσ. 57-115.
[29] G. Edwards & E. Philipart, ‘The
EU Mediterranean Policy: Virtue Unrewarded or...?’,
[30] J. Kinnas & A. J. R. Groom,
‘Association’, in A. J. R. Groom and P. Taylor (eds.), Frameworks for International Cooperation, Pinter, London, 1990, σσ. 70-77.
[31] Xenakis, op. cit, 1999, σ. .
[32] Fourth Euro-Mediterranean
Conference οf Foreign Ministers, Marseilles 15-16 November
2000, Press Release 439, Nο 13434/00, Brussels 16-11-2000, παρ. 1.
[33] I. Lesser, ΝATO Looks South: New Challenges and New Strategies in the
[34] Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η πρώτη από κοινού
άσκηση στη διαχείριση κρίσεων της ΔΕΕ και του ΝΑΤΟ (CMX/CRISEX) έλαβε χώρα το
Φεβρουάριο του 2000, αποτέλεσε ένα σημαντικό τεστ σε θέματα που αφορούν την
Ευρωπαϊκή ταυτότητα ασφαλείας και άλλες διευθετήσεις από την συνάντηση των
υπουργών του ΝΑΤΟ στο Βερολίνο το 1996. WEU Ministerial Council, Porto Declaration,
[35] C. Spencer, ‘Partnership-Building in
the
[36] Xenakis & Chryssochoou, op.cit., σ. 36.