Η Ευρωπαϊκή Πρόκληση
Δημήτρης Κ. Ξενάκης
και Μιχάλης Ι. Τσινισιζέλης
Εισαγωγή
Σήμερα, πενήντα συναπτά έτη από τη Συνθήκη της Ρώμης, η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) συχνά τοποθετείται εννοιολογικά μεταξύ ενός διεθνούς οργανισμού και ενός ομοσπονδιακού κράτους. Λόγω του μεγέθους και της φυσιογνωμίας των κρατών μελών της συγκέντρωσε το ενδιαφέρον και κατέστη αντικείμενο μίμησης για τρεις κυρίως λόγους: α) ανέδειξε ένα νέο πρότυπο περιφερειακής συγκρότησης με στόχο την κοινωνική ευημερία του συνόλου, προτάσσοντας τη δημιουργία «θυλάκων» ελευθέρου εμπορίου μεταξύ των μελών της στα πλαίσια ενός γενικευμένου προστατευτικού καθεστώτος εμπορίου, β) εισήγαγε την «Κοινοτική Μέθοδο» λήψης αποφάσεων, υπερβαίνοντας τις εγγενείς δυσλειτουργίες του παραδοσιακού διακυβερνητισμού και εναποθέτοντας το αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας σε ένα μη εκλεγμένο όργανο, και γ) συνέβαλε, υποβοηθούμενη από τον Ψυχρό Πόλεμο, σε μια διαδικασία ειρηνικής μεταβολής μέσω της ανάδυσης μιας «ειρηνικής κοινότητας ασφάλειας», η εξέλιξη της οποίας οδήγησε σε σημαντικές προσαρμογές στα ευρωπαϊκά κράτη αλλά και στο διεθνές σύστημα. Σήμερα, το σύστημα συνεργασίας που σχεδιάστηκε για να ελέγξει τον εθνικισμό, να «ηρεμήσει» τις περιφερειακές αντιπαραθέσεις και να «ξανακτίσει» την μεταπολεμική Ευρώπη, στηριζόμενο στην εθελοντική παραχώρηση κυριαρχίας έχει πλέον εξελιχθεί σε ένα σύστημα πολυεπίπεδης διακυβέρνησης που εξελίσσεται σε μια «Συμπολιτεία».[1] Ένα υβριδικό μόρφωμα χωρίς ιστορικό προηγούμενο που περιλαμβάνει, αν και σε διαφορετικό βαθμό και ένταση, στοιχεία από διαφορετικά πρότυπα διακυβέρνησης, τόσο από τη «γνώριμη» κρατική οργάνωση, όσο και από τη διεθνή. Ένα sui generis πρότυπο διακυβέρνησης, στο οποίο, ωστόσο, η θεσμική υπόσταση υπολείπεται της οικονομικής, αλλά και της «συμπεριφορικής-πολιτικής διάστασης».
Μετά την
αποτυχία επικύρωσης της Συνταγματικής Συνθήκης, δεν είναι λίγοι εκείνοι που
θεωρούν ότι η συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης διεξάγεται σε ένα κλίμα
εσωστρέφειας που δυσχεραίνει τη διευκρίνηση και ιεράρχηση των ζητημάτων. Πολλοί
αναφέρονται στα όρια της ενοποίησης, με αφορμή τη μαζική διεύρυνση της ΕΕ (με δώδεκα
πλέον χώρες, φθάνοντας τα 27 συνολικά μέλη μέσα σε μια δεκαετία από τη
διεύρυνση του 1995), την, ως εκ τούτου αναποτελεσματικότητα του συστήματος
λήψης των αποφάσεων, την έλλειψη δημοκρατικού ελέγχου επί της ανεξάρτητης
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις χώρες της Ευρωζώνης, τον «ήπιο» έως υποτονικό
διεθνή πολιτικό ρόλο της ΕΕ σε συνδυασμό
με την αδυναμία αυτονόμηση από το ΝΑΤΟ, και τη συνολική αδυναμία της ΕΕ να
καταστεί επαρκώς διαφανής στους πολίτες της. Αυτή η κριτική ενισχύεται από τις
δυσκολίες θεσμοθέτησης ενισχυμένων συνεργασιών, τις ανήσυχες προβλέψεις για την
κοινωνική συνοχή, την παρατεταμένη κρίση στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας και τα
προβλήματα από την εφαρμογή και καθιέρωση του κοινού νομίσματος, τις απρόσιτες
δραστηριότητες της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, την ανεπαρκή Κοινή Αγροτική
Πολιτική, την ανύπαρκτη μεταναστευτική πολιτική, και την ανάγκη νέων
στρατηγικών επενδύσεων στην έρευνα και την εκπαίδευση.[2]
Στη σημερινή μετασυνταγματική κρίση δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι η παρουσία της ΕΕ στο διεθνές περιβάλλον και η προς τούτο εσωτερική δομή της αποτελούν κρίσιμες συνιστώσες της συζήτησης για το μέλλον της Ευρώπης. Η σημερινή κατάσταση του οικονομικού «γίγαντα», αλλά και πολιτικού «νάνου» απαιτεί σημαντικές διορθωτικές παρεμβάσεις και η αναγκαιότητα αυτή φαίνεται να υπήρξε ανάμεσα στις προτεραιότητες της Συνταγματικής Συνθήκης. Σύμφωνα με αυτή την οπτική ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η διεθνής παρουσία της ΕΕ αντανακλά ευθέως τον τρόπο εσωτερικής οργάνωσης και το βαθμό ενοποίησης στο συγκεκριμένο χώρο πολιτικής. Σε μια κατά τι πιο προωθημένη εκδοχή η αναγκαιότητα της ομοσπονδιοποίησης της ΕΕ υπαγορεύεται και από την αναγκαιότητα να αποκτήσει την απαραίτητη εσωτερική συνοχή αποτελεσματικές διαδικασίες και νέες δράσεις για την εδραίωση των αρχών της δημοκρατίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της κοινωνικής αλληλεγγύης, τόσο στο εσωτερικό της όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Άλλωστε, η κάμψη της αμερικανικής ισχύος, και οι αποτυχίες που συνοδεύουν τις πολιτικές της στη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με την αδυναμία κάλυψης του κενού από τις ανερχόμενες δυνάμεις της Ασίας, θέτουν επιτακτικά το ζήτημα του διεθνούς ρόλου της ΕΕ. Το κεφάλαιο αυτό εξετάζει τις κρίσιμες διεθνείς και εσωτερικές παραμέτρους της ευρωπαϊκής ενοποίησης στη μετα-συνταγματική μια περίοδο κρίσης και στασιμότητας, και καταδεικνύει, ότι η εξωτερική δράση της ΕΕ δεν μπορεί να αποκοπεί από το βαθμό πολιτειακής ωρίμανσης και εσωτερικής συνοχής που έχει να επιδείξει το πολιτικό της σύστημα, στοιχεία τα οποία μετά την πρόσφατη (υπερ)διεύρυνση δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένα.
Η Διεθνής Ταυτότητα της ΕΕ
Είναι γεγονός ότι σε οικονομικό, εμπορικό και νομισματικό επίπεδο, η ΕΕ έχει κατακτήσει τη θέση μιας παγκόσμιας δύναμης, διαθέτοντας σημαντική επιρροή στο εσωτερικό διεθνών οργανισμών, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), οι διάφοροι οργανισμοί των Ηνωμένων Εθνών, και στις παγκόσμιες συνόδους κορυφής για το περιβάλλον και την ανάπτυξη. Η υπεροχή της έναντι άλλων διεθνών οργανισμών έγκειται στη δυνατότητα προσφυγής σε μία ευρεία κλίμακα μη στρατιωτικών μέσων και δυνατοτήτων, όπως η παροχή τεχνικής και ανθρωπιστικής βοήθειας, η επιβολή εμπορικών κυρώσεων, η ενίσχυση του κράτους δικαίου, κοκ. Η ικανότητα διεθνούς δράσης της ΕΕ συναρτάται με τα νομικά μέσα και τους πόρους που διαθέτει, και οι αδυναμίες συνδέονται περισσότερο με συμπεριφορές των μελών, παρά με θεσμικές ατέλειες του συστήματος. Η ύπαρξη ενός ικανού θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου στην ΕΕ δεν συνεπάγεται την αποτελεσματικότητα στις εξωτερικές δράσεις της ΕΕ καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις, συναρτάται με την χρήση των εθνικών μέσων, ενώ σε άλλες περιπτώσεις όπου διατίθενται τα κατάλληλα μέσα δεν υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση και συναίνεση.[3]
Αν και η Κοινή
Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) από το 1993 μέχρι τις μέρες
μας δεν έχει κατορθώσει να καταλήξει σε ένα πλαίσιο διαμόρφωσης μιας πραγματικά
«κοινής» εξωτερικής πολιτικής,[4]
εντούτοις οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις της ΕΕ καλύπτουν, τουλάχιστον για τα
οικονομικά ζητήματα, τις θεσμικές και άλλες ανεπάρκειες της ΚΕΠΠΑ και, πιο
πρόσφατα, της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΠΑΑ), εφ’ όσον οι διαφορές μεταξύ διεθνών οικονομικών και
πολιτικών σχέσεων παραμένουν δυσδιάκριτες. Ωστόσο, η «σοφία» του θεσμικού
οικοδομήματος των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ που εδράζεται στη διάκριση μεταξύ
διεθνών οικονομικών σχέσεων και εξωτερικής πολιτικής αμφισβητείται. Όπως χαρακτηριστικά
αναφέρει ο Hill, «η ΕΕ
αποτελεί ένα σύστημα σχέσεων, μέσα στο οποίο οι Ευρωπαίοι εκπροσωπούν ένα
(υπο)σύστημα του παγκόσμιου συστήματος [...], περισσότερο ένα σύστημα που
δημιουργεί διεθνείς σχέσεις - συλλογικά, ατομικά, οικονομικά, πολιτικά – και
λιγότερο, μία ξεκάθαρη ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική per se».[5]
Oι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις της ΕΕ, υλοποιούμενες μέσω των συμφωνιών που συνάπτει, αποτελούν ένα σημαντικό μέρος των εξωτερικών της σχέσεων: αφενός με τη χρηματοδότηση δράσεων (αναπτυξιακή βοήθεια, ανθρωπιστική βοήθεια, ανασυγκρότηση κλπ) και, αφετέρου, την εμπορική πολιτική, η οποία καθορίζει τα μέτρα, που λαμβάνονται για ένα σκοπό, παράλληλα με άλλες δράσεις.[6] Συνδεδεμένη πλέον στενά με το στόχο της ανάπτυξης, η εμπορική πολιτική της ΕΕ άρχισε να διαφοροποιείται στο Γύρο της Doha (ΠΟΕ), προσεγγίζοντας πλέον όλο και περισσότερο την έννοια της ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα σε επίπεδο πολιτικής είναι ότι το άνοιγμα των ευρωπαϊκών αγορών σε τρίτες χώρες εξαρτάται πλέον και από το βαθμό ανάπτυξης και προσαρμογής της κάθε χώρας, στη λογική της διαφοροποιημένης μεταχείρισης.[7] H χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περιλαμβάνει πλέον πολλαπλές θεματικές και προϋποθέσεις, και δεν οριοθετεί πλέον μόνο τους οικονομικούς στόχους της αναπτυξιακής πολιτικής, αλλά προσδιορίζει και το πολιτικό πλαίσιο που θεωρεί απαραίτητο για τη μακροχρόνια βιωσιμότητά της, γεγονός το οποίο συχνά προκαλεί αντιπαραθέσεις με αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως όσον αφορά το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας και της επιβολής/εξαγωγής πολιτικο-διοικητικών προτύπων.
Μέσω των ρητρών πολιτικής αιρεσιμότητας, δηλαδή της τήρησης των πολιτικών χαρακτηριστικών που αποτελούν ουσιώδεις προϋποθέσεις για την ομαλή λειτουργία της συμφωνίας και (κυρίως) την εκταμίευση της παρεχόμενης Κοινοτικής βοήθειας, η ΕΕ ενισχύει τη διεθνή επιρροή της. Με εξαίρεση τις ρήτρες, τις οποίες η ΕΕ θέτει απαρέγκλιτα σε όλες τις συμφωνίες που συνάπτει (Σεβασμός Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Κράτος Δικαίου κλπ), δεν ακολουθείται μια ενιαία τυπολογία. Στα κριτήρια λαμβάνεται υπόψη το οικονομικό μέγεθος και η εμπορική ισχύς του αντισυμβαλλόμενου, τα οφέλη που η ΕΕ αναμένει να αποκομίσει ανάλογα με τον τύπο της συμφωνίας, καθώς και πολλοί άλλοι παράγοντες, όπως η τρέχουσα διεθνής κατάσταση, η γεωπολιτική θέση της αντισυμβαλλόμενης χώρας ή η προοπτική της προσχώρησης στην ΕΕ. Ως αποτέλεσμα, έχουν δημιουργηθεί διάφοροι τύποι συμφωνιών / συνεργασιών της ΕΕ με χώρες, ομάδες χωρών ή διεθνείς οργανισμούς, που αναπτύσσονται πάνω σε μια πραγματιστική ad hoc βάση, χωρίς - όπως αποδεικνύεται - να συνδέονται με κάποιο συστηματικά προκαθορισμένο σχέδιο.
Εκτός από τις
παραδοσιακές, στενές και πολυδιάστατες ευρω-αμερικανικές σχέσεις, ιδιαίτερα
αναπτυγμένο είναι το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την Τελωνιακή Ένωση της ΕΕ με την
Τουρκία και τις χώρες που δεν αποτελούν μέλη της, αλλά συμμετέχουν στον
Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Νορβηγία, Ισλανδία, Λιχτενστάιν, Ελβετία).
Ανεπτυγμένες σημαντικά, όμως, είναι και οι σχέσεις της ΕΕ με τις χώρες των
Βαλκανίων (κυρίως λόγω της προοπτικής ένταξης στην ΕΕ) όπως και της
Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών. Τα τελευταία χρόνια, η ΕΕ φαίνεται να αποδίδει
πλέον ιδιαίτερο βάρος στις διμερείς συμφωνίες με τις ανερχόμενες δυνάμεις του
παγκόσμιου εμπορίου, την Κίνα, την Ινδία το Πακιστάν και την Ιαπωνία και,
βέβαια, την ενεργειακά και στρατιωτικά κρίσιμη σύμμαχο, τη Ρωσία. Από την άλλη
πλευρά, με τις αναπτυσσόμενες χώρες, η ΕΕ φαίνεται να προτιμά το σχήμα της
διαπεριφερειακής συνεργασίας, παρά τη σύναψη διακρατικών συμφωνιών. Αυτή είναι
η περίπτωση των χωρών Αφρικής, Καραϊβικής και Ειρηνικού με τη Συμφωνία του Κοτονού,
αλλά και οι διαπραγματεύσεις με τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). Στην περίπτωση της Λατινικής
Αμερικής ο βαθμός της περιφερειακής ενοποίησης (MERCOSUR) επιδρά θετικά στην σύναψη
διαπεριφερειακής συμφωνίας, κάτι που δεν ισχύει με τις χώρες του Συμφώνου των
Άνδεων και της Κεντρικής Αμερικής. Διαπεριφερειακές συμφωνίες ακολουθούνται και
στην περίπτωση του Συμβουλίου των Χωρών του Κόλπου, και εν μέρει στη Μεσόγειο,
παρά την εμφάνιση της «διμερούς» Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας, η οποία
διαφοροποιεί τα δεδομένα σχετικά με το επίπεδο συνεργασίας της ΕΕ με τους
Μεσογειακούς εταίρους της, που μέχρι πρόσφατα λάμβανε χώρα στην «περιφερειακή»
Διαδικασία της Βαρκελώνης. Η νέα ευρωπαϊκή πολιτική, η οποία απευθύνεται στις
όμορες προς αυτήν χώρες μετά τη διεύρυνση, βασίζεται στις αρχές της «περιεκτικότητας»
και της «διαφορετικότητας», με στόχο τη δυνατότητα βαθύτερης ενοποίησης με τον
ευρωπαϊκό οικονομικό πυρήνα, καθώς και την υιοθέτηση διαφορετικής τακτικής και
στήριξης από μέρους της ΕΕ, στο βαθμό που η κάθε χώρα επιθυμεί να υποβληθεί σε
περιορισμούς και μεταρρυθμίσεις.
Στη μεταψυχροπολεμική περίοδο, η ΕΕ, όπως και άλλοι
παγκόσμιοι δρώντες, καθοδηγούνται από την αυξανόμενη διασύνδεση μεταξύ
δημοκρατίας, χρηστής διακυβέρνησης και ανάπτυξης, όπως και μεταξύ δημοκρατίας,
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πρόληψης των συγκρούσεων. Παρατηρείται μια
γενικότερη συναίνεση σχετικά με τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της
ασφάλειας, ως σύνθετης διάταξης των ανθρώπινων ανησυχιών σε όλα τα επίπεδα, από
βραχυπρόθεσμες τοπικές ανάγκες έως μακροπρόθεσμες παγκόσμιες απαιτήσεις, ενώ η
(μεταμοντέρνα) «ανθρωποκεντρική» και η (παραδοσιακή) «κρατοκεντρική» διάσταση
της ασφάλειας αντιμετωπίζονται πλέον ως αλληλένδετες με την έννοια της
ανάπτυξης.[8] Η
επιδίωξη των στόχων αυτών αποτελεί μέρος της διεθνούς ταυτότητας της ΕΕ, η
οποία βασίζεται στην άποψη[9], ότι τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας και της
σύμπλευσης με το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς νόρμες περιορίζουν τη δυνατότητα
των κρατών να δρουν ανεξέλεγκτα στο εσωτερικό τους και στις εξωτερικές τους
σχέσεις. Οι κρίσιμες αυτές σκέψεις αφορούν στο ζήτημα της «μετάφρασης» και
«μεταφοράς» των κοινών αξιών που συγκροτούν τον πυρήνα ενός ευρωπαϊκού δημόσιου
πολιτισμού σε νόρμες διεθνούς συμπεριφοράς. Σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη μια
διαδικασία διεύρυνσης της περιμέτρου του ευρωπαϊκού πεδίου θεσμοποίησης, η
οποία λαμβάνει μορφές, είτε ισχυρές (π.χ., ενσωμάτωση της Ανατολικής Ευρώπης),
είτε ήπιες (π.χ. περιφερειακά καθεστώτα). Στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής, η
επέκταση του ευρωπαϊκού πεδίου της θεσμοποίησης τείνει να μειώνει τη σχετική
σημασία του ρόλου της εξαναγκαστικής επιβολής και της βίας, διαβρώνοντας κατ’
αυτόν τον τρόπο τις «χομπσιανές» διαστάσεις της διεθνούς πολιτικής,
εμβαθύνοντας την ήδη υπαρκτή και εξελισσόμενη πρόσμιξη και αλληλεπίδραση
διαφορετικών νορμών και κανόνων, εθιμικών και συμπεριφορικών, που αποτελούν το
μωσαϊκό της διεθνούς πολιτικής κουλτούρας.[10] Αυτή
η τάση της ΕΕ να προτάσσει θεσμικές νόρμες και να αντλεί νομιμοποίηση από
αυτές, οφείλεται στην ωρίμανση, στην ευρωπαϊκή πολιτική, μιας νόρμας
αμοιβαιότητας που έχει πλέον ξεφύγει από τα πλαίσια της «συγκεκριμένης»
αμοιβαιότητας και κινείται στην περιοχή της «διάχυτης», εξερευνώντας, μάλιστα,
νέες και βαθύτερες εφαρμογές της.[11] Η ΕΕ
προβάλλει, στη συνέχεια, στο διεθνές πεδίο την πρακτική που προϋποθέτει διάχυτη
αμοιβαιότητα και θεσμούς που την ενθαρρύνουν και την παγιώνουν. Η ευρωπαϊκή
εργαλειοποίηση της αξίας της ισότητας μεταξύ των κρατών γίνεται συχνά για να
ισχυροποιήσει διαπραγματευτικά η ΕΕ τη θέση της απέναντι στις ΗΠΑ: δεν έχουμε
απαραίτητα να κάνουμε με μια κατάσταση «νορμών vs ισχύος», αλλά με διαφορετικές
μεθόδους και εργαλεία αύξησης της ισχύος.[12]
Η «μετάφραση»
των αξιών του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού σε νόρμες συμπεριφοράς, τόσο
εντός της Ένωσης, όσο και στο διεθνές περιβάλλον, αντιμετωπίζει σημαντικές
δυσκολίες, οι οποίες προσεγγίζονται σε δυο πεδία τα οποία εμπεριέχουν και τις
εναλλακτικές δυνατότητες: «επιθετική νομιμοποίηση της κρατικής κυριαρχίας
versus διάχυση της κυριαρχίας σε ένα πεδίο θεσμοποίησης με νόρμες διάχυτης
αμοιβαιότητας», και «διαχείριση των πολιτικών ζητημάτων μέσα σε δεδομένα
οικονομικά πλαίσια versus απόδοση στην πολιτική ενός ελάχιστου πεδίου
οικονομικών επιλογών». Στη δεύτερη περίπτωση, ο κίνδυνος έγκειται, στο ότι το
πεδίο επιλογών οικονομικής πολιτικής, χωρίς το οποίο η πολιτική νομιμοποίηση
(της ΕΕ) κινδυνεύει ολοένα και περισσότερο από ανορθολογικές επιλογές (των
κρατών-μελών), ενδέχεται να συμπαρασύρει και τις κατακτήσεις του πρώτου πεδίου,
στο βαθμό που η «διάχυτη αμοιβαιότητα» δεν θα μπορεί να επεκταθεί, ενόψει
πολιτικών για τις οποίες θα προκύπτει η ανάγκη (λόγω οικονομικών αδιεξόδων) να
νομιμοποιούνται, σε αυξανόμενο βαθμό, ανορθολογικά απέναντι στο εσωτερικό πολιτικό
κοινό και τις περιθωριοποιούμενες ομάδες του.[13] Επιπλέον,
καθώς η επέκταση των ευρωπαϊκών πεδίων θεσμοποίησης λαμβάνουν χώρα σε ένα
διεθνές περιβάλλον που συν-καθορίζεται από την εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης,
και το οποίο εξυψώνεται πέραν της επίδρασης της πολιτικής διαβούλευσης και
επιλογής, τίθενται πολλαπλά ερωτήματα για την ωρίμανση της διάχυτης
αμοιβαιότητας, εντός και εκτός της ΕΕ.
Το Πρόβλημα Ισχύος-Δομής[14]
Η ΕΕ είναι σήμερα ο κύριος εταίρος των
αναπτυσσόμενων χωρών στις άμεσες ξένες επενδύσεις και την αναπτυξιακή βοήθεια,
παρέχοντας από κοινού με τα κράτη-μέλη της το 55% του συνόλου της επίσημης
διεθνούς αναπτυξιακής βοήθειας για την καταπολέμηση της παγκόσμιας
φτώχειας και υπανάπτυξης. Μόνο στη Μέση
Ανατολή, η ΕΕ μέσω του προγράμματος MEDA έχει διαθέσει από το 1995 πάνω από 3 δις ευρώ, και μαζί με
την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το FEMIP παρέχουν πλέον περίπου 3 δις ευρώ ετησίως με τη μορφή
επιχορηγήσεων και δανείων στους Μεσογειακούς εταίρους της Ένωσης. Η ενδυνάμωση
της βιώσιμης ανάπτυξης και η εμπέδωση της δημοκρατίας, της χρηστής
διακυβέρνησης και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνεπάγεται, επίσης,
και πολυεπίπεδη βοήθεια για την οικοδόμηση δημοκρατικών θεσμών και την ανάπτυξη
μιας σχετικής κουλτούρας, εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο σε περιοχές που
«αντιστέκονται» στην πολιτική αλλαγή, όπως στη Μέση Ανατολή, και όπου, ο
αμερικανικός παράγοντας επισκιάζει τις «ήπιες» ευρωπαϊκές προσπάθειες. Ταυτόχρονα,
η ευρεία ασυμφωνία μεταξύ της εσωτερικής πρακτικής και των εξωτερικών πολιτικών
στόχων της ΕΕ δεν βοηθά, ούτε στην υιοθέτηση σαφών στρατηγικών, ούτε στη
δημιουργία μιας αντίληψης εκτός των συνόρων της, σύμφωνα με την οποία η Ένωση
θα μπορεί να απαιτεί από τις τρίτες χώρες να βελτιώνουν τις διακυβερνητικές και
δημοκρατικές τους επιδόσεις.[15]
Η εμφανής αδυναμία της πολιτικής ενοποίησης βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων για το μέλλον της Ευρώπης από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60, αν και τη δεκαετία του ’90, το χάσμα διευρύνθηκε διότι, ενώ πραγματοποιήθηκε το μεγάλο άλμα στην κατεύθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), οι φιλοδοξίες στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής έμειναν ανεκπλήρωτες. Δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι οι πολιτικές της ασφάλειας και άμυνας συνθέτουν ένα ιδιαίτερα δύσκολο πεδίο για την ανάπτυξη διακρατικής συνεργασίας, πόσο μάλλον κοινοτικής ολοκλήρωσης, καθώς συνδέονται στενά με την ουσία της εθνικής κυριαρχίας, η οποία συνεχίζει να αντιστέκεται στις υπερεθνικές πιέσεις. Επιπλέον, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν διαφορετικές ικανότητες ασφάλειας και άμυνας αφενός, και διαφορετικό βαθμό προθυμίας για χρήση ένοπλων δυνάμεων σε καταστάσεις πίεσης αφετέρου. Σε μια πιο δομημένη λογική, η αδυναμία της ΕΕ να σχεδιάσει μια ολοκληρωμένη στρατηγική με στόχο να βελτιώσει τη θέση της στο διεθνή καταμερισμό ισχύος, οφείλεται κυρίως στην εκχώρηση στο ΝΑΤΟ της αρμοδιότητας για θέματα ασφάλειας, γεγονός που πηγάζει, αφενός από τον εφησυχασμό της Ευρώπης στην αμερικανική προστασία, και αφετέρου από το φόβο, μήπως η ανάπτυξη ενός παράλληλου ρόλου από την Ένωση διαταράξει την διατλαντική σχέση και οδηγήσει στην αποσύνδεση των ΗΠΑ από το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας. Εξάλλου, σημαντικές είναι και οι διαφορές των κρατών- μελών όσον αφορά στη στάση και στο βαθμό δέσμευσής τους απέναντι σε διεθνείς οργανισμούς ασφαλείας και ιδιαίτερα στο ΝΑΤΟ. Σημαντικός λόγος είναι και η έλλειψη αίσθησης κινδύνου και απειλής για την Ευρώπη μετά το 1989, γεγονός που έχει οδηγήσει στο κυρίαρχο αίτημα των Ευρωπαίων για κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη με μια ουσιαστική περικοπή των αμυντικών δαπανών.[16]
Η αποτελεσματικότητα
της διεθνούς δράσης της ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τις παγκόσμιες
εξελίξεις. Ενώ ο διεθνής της ρόλος αναβαθμίστηκε μετά το τέλος του Ψυχρού
Πολέμου στο βαθμό που μειώθηκε η σημασία της στρατιωτικής ισχύος, από την άλλη
πλευρά, τα ρήγματα που έχει υποστεί το ευρωπαϊκό σύστημα την τελευταία δεκαετία
ανέδειξαν το βαθμό δυσκολίας να διαχειριστεί η ΕΕ την έξαρση βίαιων συστημικών
τάσεων στο ζωτικό της χώρο (Βαλκάνια – Μέση Ανατολή) χωρίς την ανάπτυξη μιας
κοινής αμυντικής διάστασης. Το ευρωπαϊκό σκηνικό αλλάζει ταχέως λόγω ορισμένων
αποφάσεων που λήφθηκαν κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990. Η
εγκαθίδρυση της ΚΕΠΠΑ με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1993, αναζωπύρωσε τις
ελπίδες για μια ουσιαστική αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της Ένωσης, αν και η
αποτυχία παρέμβασης στις διαδοχικές κρίσεις των Βαλκανίων, ανανέωσε τα όπλα των
ευρω-σκεπτικιστών και έτσι, ο αρχικός ενθουσιασμός αντικαταστάθηκε σύντομα από
τη θεσμική στασιμότητα και την έλλειψη πολιτικής τόλμης.[17] Τον
Ιούνιο του 1996, οι υπουργοί Εξωτερικών του ΝΑΤΟ αποφάσισαν να υιοθετήσουν την
Ευρωπαϊκή Ταυτότητα στην Ασφάλεια και την Άμυνα (ESDI) και να αναπτύξουν την
έννοια της Ομάδας Πολυεθνικών Διαστρατιωτικών Δυνάμεων (CJTF). Τον Ιούνιο του
1997, οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν σχετικά με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ. Η
γαλλοβρετανική συνάντηση του St.
Malo το Δεκέμβριο του
1998 αποτέλεσε καταλύτη για τη γέννηση της ΕΠΑΑ, ενώ το πράσινο φως για την
ανάπτυξή της δόθηκε και από το ΝΑΤΟ στη Συνάντηση Κορυφής στην Ουάσινγκτον το
1999, όπου προσδιορίστηκαν οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές για τη συνεργασία
ΕΕ- ΝΑΤΟ στον τομέα της στρατιωτικής διαχείρισης.[18] Με το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας το 1999 ολοκληρώθηκε ο μηχανισμός της ΕΠΑΑ και
το πλαίσιο λειτουργίας της ενώ, επιτεύχθηκε και η ολοκλήρωση της επιχειρησιακής
ικανότητας της ΕΕ, η οποία της επιτρέπει την ανάληψη αυτόνομων ή μη (με
προσφυγή στα μέσα και στις δυνατότητες του ΝΑΤΟ) στρατιωτικών και αστυνομικών
επιχειρήσεων τύπου «Petersberg»,
εντός και εκτός Ευρώπης. Το θέμα του μετασχηματισμού της ΕΕ σε οργανισμό
ασφάλειας με στρατιωτικές ικανότητες παραμένει ατελές, αν και έχει διαπιστωθεί,
ότι η απόκτηση στρατιωτικής ισχύος συμβαδίζει με την επιδίωξη των παγκόσμιων
ευρωπαϊκών στόχων και δεν σηματοδοτεί απαραίτητα την άσκηση ισχυρότερου διεθνούς
καταναγκασμού εκ μέρους της ΕΕ. Ωστόσο, τα γεγονότα της 11η
Σεπτεμβρίου του 2001 και η επακόλουθη εκστρατεία ενάντια στην τρομοκρατία, ως
κυρίαρχης οργανωτικής αρχής του διατλαντικού συστήματος, έχουν περιπλέξει
σημαντικά τις διατλαντικές σχέσεις, καθώς έκτοτε, η Ένωση φαίνεται να
αμφιταλαντεύεται μεταξύ της υιοθέτησης μιας διεθνούς ταυτότητας, προσηλωμένη
στη διεθνή έννομη τάξη και τον πολυμερισμό - στη μορφή μιας
«ειρηνικής/πολιτικής δύναμης»[19] -
είτε της απόκτησης στρατιωτικής ισχύος.
Είναι γεγονός
ότι το «βαρόμετρο» για την ΕΕ και την εξωτερική της δράση πριν, κατά τη
διάρκεια, αλλά και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αποτελούν οι
Ευρω-αμερικανικές σχέσεις - ένα σημαντικό κεφάλαιο του διεθνούς συστήματος,
λόγω της πολυδιάστατης μορφής τους, των συνεχών ιστορικών και γεωπολιτικών
εξελίξεων, αλλά και λόγω της πολυμορφίας του διεθνούς συστήματος και των
ετερόκλητων συμφερόντων που εμφανίζονται σ’ αυτό. Σήμερα, η ρητορική γύρω από
την επιδείνωση τους έχει πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις. Ειδικά μετά τον πόλεμο
στο Ιράκ, ενώ στις ΗΠΑ η απογοήτευση για την «μαλθακότητα» και την αναξιοπιστία
των Ευρωπαίων αυξάνεται, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η έλλειψη
εμπιστοσύνης στις ΗΠΑ, και σε πολλές περιπτώσεις, ο αντιαμερικανισμός έχουν
αγγίξει ανησυχητικά υψηλά επίπεδα. Η σημερινή κρίση είναι ιδιαίτερη, διότι
περιλαμβάνει πολλά θέματα, έχει διαφορετικά αλληλοσυνδεόμενα σημεία έντασης,
στο οικονομικό, το πολιτικό και το αμυντικό επίπεδο. Επιπλέον, στο βαθμό που οι
εξελίξεις των τελευταίων ετών σηματοδοτούνται από μια δραστική αλλαγή στην
στρατηγική κουλτούρα κυρίως των ΗΠΑ, η παραδοσιακή διαφορά αντίληψης και
ερμηνείας των διεθνών δεδομένων γίνεται πιο έντονή και ο συνακόλουθος
αποσυγχρονισμός αποκτά μεγαλύτερη στρατηγική σημασία.[20]
Το ζήτημα των διατλαντικών σχέσεων έχει καταστεί πλέον πρόβλημα της ίδιας της δομικής φυσιογνωμίας του διεθνούς συστήματος. Το πλαίσιο αυτό αναπόφευκτα θα αποτελέσει ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία της μετα-μονοπολικής διευθέτησης, καθώς, η σημερινή εμμονή των ΗΠΑ στη μονομερή διαχείριση της διεθνούς ασφάλειας αυξάνει συνεχώς το κόστος της αμερικανικής ηγεμονίας και ενισχύει την ανάδυση μιας νέας ισορροπίας ισχύος, την οποία, οι ΗΠΑ μπορούν μόνο να επιβραδύνουν. Ενώ είναι σίγουρο, ότι θα εξακολουθήσουν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα να αποτελούν την πιο ισχυρή μονάδα πολιτικής οργάνωσης στο διεθνές σύστημα, είναι επίσης βέβαιο, ότι σχετικά σύντομα η δύναμη τους και η συνακόλουθα εγγενής τάση μονομερούς δράσης θα «ελεγχθεί» από εξισορροπητικές δυνάμεις στην Ευρώπη και την Ασία.[21] Μολονότι τη δεκαετία του ‘90, το διεθνές σύστημα φαινόταν ότι είχε εισέλθει σε μια περίοδο αδιαμφισβήτητης αμερικανικής ηγεμονίας καθώς κανένα έθνος στην παγκόσμια ιστορία δεν είχε εξασφαλίσει τέτοια οικονομική, στρατιωτική και τεχνολογική υπεροχή, ήδη η ικανότητά τους να διαμορφώνουν τη διεθνή τάξη έχει μειωθεί. Καθώς η φάση της αδιαμφισβήτητης pax americana παρέρχεται, το σχήμα και η δυναμική ενός νέου (πολυπολικού) διεθνούς συστήματος παραμένουν ακόμα αδιευκρίνιστα. – τα Ηνωμένα Έθνη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, οι G8, αντανακλούν ψυχροπολεμικούς συσχετισμούς δυνάμεων και πλέον δεν ανταποκρίνονται στις νέες ανάγκες. Οι ανερχόμενες δυνάμεις του διεθνούς συστήματος αδημονούν για τη δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας αρχιτεκτονικής. Η Κίνα και Ινδία αξιοποιούν τις δυνατότητες επιρροής που εξασφαλίζει το αυξανόμενο βάρος τους στο διεθνές εμπόριο, όμως, καμία από αυτές τις δυνάμεις δεν φαίνεται διατεθειμένη να αναλάβει την ευθύνη που θα της αναλογούσε για την οικοδόμηση μιας νέας παγκόσμιας τάξης. Η διεθνής επιρροή τους ασκείται κυρίως για τη στήριξη εθνικών συμφερόντων και την αναγνώριση της θέσης τους στο παγκόσμιο σύστημα.
Στο πλαίσιο αυτό
σημαντικό κεφάλαιο αποτελεί η σχέση της ΕΕ με την Ρωσία, η οποία παρότι, ως στρατιωτική δύναμη δεν έχει τις
δυνατότητες που διέθετε η Σοβιετική Ένωση, εξακολουθεί να αποτελεί μια
υπολογίσιμη στρατιωτική και ενεργειακή δύναμη, ικανή να επηρεάζει το διεθνές
σύστημα. Η κατάρρευση του κομμουνισμού και η εξάλειψη των διαχωριστικών γραμμών
στη νέα περίοδο οδήγησαν στη εμβάθυνση
των δεσμών με μια «Στρατηγική Εταιρική Σχέση». Ο όρος «Στρατηγική Συνεργασία» έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά συχνά και σε
μεγάλη έκταση, χωρίς όμως, ούτε η ΕΕ
ούτε η Ρωσία να προσδιορίσουν ποτέ με ακρίβεια, το τι σημαίνει και τι συνεπάγεται.
Οι δυσκολίες που σχετίζονται αφορούν στην οικονομική ασυμμετρία των δύο
εταίρων, στις διαφορετικές εκτιμήσεις για την πρόοδο στην ανάπτυξη των
δημοκρατικών θεσμών, της χρηστής διακυβέρνησης και της οικονομίας της αγοράς
στη Ρωσία, αλλά και στις διαφορετικές αντιλήψεις για το ρόλο τους σε ένα
(μελλοντικό) πολύ-πολικό και (πραγματικά) πολυμερές διεθνές σύστημα.[22]
Έχοντας πλέον κατανοήσει ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν μπορεί να αναπτυχθεί παρά
μόνο στα πλαίσια της ευρωατλαντικής αλληλεγγύης, τα όρια της στρατηγικής συνεργασίας
ΕΕ-Ρωσίας είναι προς το παρόν «δεδομένα».
Προκειμένου η
ΕΕ να διαμορφώσει, να εξηγήσει και να υπερασπιστεί μια λειτουργική εναλλακτική
προσέγγιση στην παγκόσμια διακυβέρνηση, απαιτείται και η ανάπτυξη μιας ισχυρής
ευρωπαϊκής αμυντικής διάστασης στον τομέα των εξοπλισμών. Για την υλοποίηση
αυτού του στόχου αναπτύσσεται σταδιακά, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Εξοπλισμών. Παρά
τα σημαντικά προβλήματα, με αυξημένο συντονισμό στο επίπεδο της Ένωσης μπορούν
να αντιμετωπιστούν.[23] Η
εμβάθυνση της συνεργασίας στον τομέα αυτό θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους των
εξοπλιστικών προγραμμάτων και σε αυξημένη διαλειτουργικότητα, ενώ δεν
αναμένεται να υποσκάψει περαιτέρω την εθνική κυριαρχία.[24]
Σύντομα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα κληθούν να εναρμονίσουν ταχύτερα τις
αμυντικές τους στρατηγικές σε μια προσπάθεια ισχυροποίησης των αμυντικών δυνατοτήτων
και των βιομηχανιών. Αν οι τέσσερις ισχυρότερες παραγωγικά χώρες αμυντικού
υλικού, η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, δεν μπορέσουν να σηκώσουν
το βάρος της συνεννόησης και του συντονισμού, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο σε
μια υπερ-διευρυμένη ΕΕ να έχουμε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Είναι βέβαιο, ότι οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες δεν
θα επαρκούν, καθώς δεν θα υπάρχει κοινή θέση για την ανάδειξη ενός αξιόπιστου
ευρωπαϊκού παράγοντα στο στρατηγικό αυτό πεδίο των διεθνών σχέσεων.
Αντί Επιλόγου: Υπέρβαση
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σήμερα
η ΕΕ βρίσκεται σε κομβικό σημείο, σχετικά, τόσο με την πολιτειακή/θεσμική της
δομή, όσο και με τα γεωγραφικά της όρια και τον παγκόσμιο ρόλο της. Η υιοθέτηση
της Συνταγματικής Συνθήκης θα συνέβαλε στην περαιτέρω διεθνή υποστασιοποίηση
της ΕΕ, μέσω ιδίως της ρητής απόδοσης σε αυτήν διεθνούς νομικής προσωπικότητας
και της πρόβλεψης διεθνούς εκπροσώπησής της μέσω ενός προέδρου του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου και ενός υπουργού εξωτερικών. Η απόρριψη όμως στα δημοψηφίσματα της
Γαλλίας και της Ολλανδίας, όχι μόνο δεν επέτρεψε την εξέλιξη αυτή, αλλά άνοιξε
ένα νέο κύκλο ευρωσκεπτικισμού. Είναι ενδιαφέρον, ότι τα νέα στοιχεία που θα
προσέθετε η Συνθήκη στο ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα, η οποία συνολικά δεν ήταν
φειδωλή σε θεσμικές διευθετήσεις που αφορούν τις διεθνείς σχέσεις της ΕΕ, δεν
αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης. Οι αντιρρήσεις επικεντρώθηκαν στις
φιλελεύθερες οικονομικές ρυθμίσεις, που όμως προϋπήρχαν σε υφιστάμενες Συνθήκες
ή/και στο corpus των κοινών πολιτικών καθώς και στις επιπτώσεις από την
«ανεξέλεγκτη» διεύρυνση, ιδιαίτερα όσον αφορά την Τουρκία. Επιπλέον, ιδεολογικές
παράμετροι, ο φόβος για το μέλλον του κοινωνικού κράτους, η υποβόσκουσα
οικονομική κρίση, η εθνική ταυτότητα και η προστασία της, ακόμη και η διάθεση
πολιτικής τιμωρίας των Κυβερνήσεων του Προέδρου Σιράκ και του Πρωθυπουργού Βalkenede κλπ, αναφέρονται
ανάμεσα στις αιτίες των αρνητικών δημοψηφισμάτων. Η εικόνα παραμένει
συγκεχυμένη ακόμη και σήμερα, δυσχεραίνοντας την ιεράρχηση των προκλήσεων και,
κυρίως, των δράσεων.
Σε μια τέτοια απόπειρα, η κύρια κρίση στην οποία διέρχεται η ΕΕ και που σχετίζεται με τη θεσμική μετεξέλιξή της, καθίσταται περισσότερο σοβαρή για το μέλλον της ΕΕ, εάν αναλογισθούμε την προβληματικότητα των διατάξεων της ισχύουσας Συνθήκης της Νίκαιας, ιδιαιτέρως εκείνων που αφορούν στην διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Το ίδιο ισχύει και για το «δημοκρατικό έλλειμμα», καθώς, το Ευρωπαϊκό και τα εθνικά Κοινοβούλια συνεχίζουν να «παρακολουθούν» τις εξελίξεις, ενώ η προώθηση της ενοποίησης παραμένει στην αρμοδιότητα των οικονομικο-τεχνοκρατικών ελίτ της Ευρώπης, χωρίς τη συμμετοχή και τη νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Η Συντακτική Συνέλευση δεν είχε καμία ουσιαστική εισροή από τις Ευρωπαϊκές κοινωνίες, δεν αποτέλεσε (και ούτε θα μπορούσε να αποτελέσει) πηγή νομιμοποίησης των σχετικών διαδικασιών στην συνείδηση της κοινής γνώμης και συνετελέσθει εν πολλοίς με την ηχηρή απουσία της.
Μεταξύ των άλλων
παραλείψεων, η Συνταγματική Συνθήκη και τα θεσμικά όργανα δεν προέβλεψαν ούτε δεύτερη
γραμμή άμυνας σε περίπτωση αποτυχίας. Σήμερα, τα σενάρια επαναφοράς της
Συνταγματικής Συνθήκης δεν φαίνεται να απολαμβάνουν ευρύτερης συναίνεσης και
δεν μοιάζουν ρεαλιστικά. Εκτός των άλλων φαίνεται να υπάρχει έλλειμμα πολιτικής
ηγεσίας, καθώς, η Γαλλο-Γερμανική συνεννόηση που αποτέλεσε την ατμομηχανή της
ενοποίησης για πολλά χρόνια, φαίνεται να έχει χάσει την λάμψη της. Επιπλέον, αντίθετες
συσπειρώσεις, όπως εκείνες που διαμορφώθηκαν με την κρίση του Ιράκ φαίνονται
δραστήριες και ενδυναμωμένες ιδιαιτέρως κατά τις συζητήσεις για το τέταρτο ΚΠΣ
2007-2013. Παρατηρούνται κρίσιμες διαφωνίες καθώς η Μ. Βρετανία, μαζί με ομάδα νεοεισελθέντων
«φιλοατλαντικών» χωρών, είναι προσανατολισμένη στην προώθηση της ενιαίας
ευρωπαϊκής αγοράς και τη διεύρυνσή της με νέες χώρες, χωρίς περαιτέρω πολιτική
ενοποίηση. Από την άλλη πλευρά, ο αρχικός πυρήνας της Ένωσης, παρά το αρνητικό
αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων, παραμένει θετικός για την προώθηση της
ενοποίησης, ιδιαίτερα στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας, καθώς
και την ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης της ΕΕ. Η πολιτική ενοποίηση φαίνεται
να τελματώνει ή έστω να καθυστερεί σημαντικά στην (υπερ)διευρυμένη Ένωση.
Ενδεχομένως να αγγίξαμε τα όρια της.
Παραδοσιακά η ευρωπαϊκή
ενοποίηση κινείται στην λογική της «φυγής προς τα εμπρός» ως μέσο για την
αντιμετώπιση των κατά καιρούς κρίσεων. Η λογική των ενισχυμένων συνεργασιών
δεδομένων των συνθηκών ακολουθεί αυτήν τη λογική. Ωστόσο αυτή η επιλογή
εμφανίζει προβλήματα σύνθεσης και ύλης. Είναι γεγονός ότι από την στιγμή που δόθηκε
η θεσμική δυνατότητα με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 δεν υπήρξε καμία
πρωτοβουλία προς αυτή την κατεύθυνση και καμία διευκρίνιση του χώρου πολιτικής
που θα μπορούσε αυτή η θεσμική δυνατότητα να εφαρμοσθεί χωρίς να καταρρεύσει το
σύστημα. Σε ότι αφορά τη σύνθεση μιας «συμμαχίας προθύμων», η Ευρωζώνη είναι η
μόνη συσπείρωση γύρω από ένα κοινοτικό κεκτημένο που θα μπορούσε να αναλάβει τη
συνέχιση της ενοποιητικής διαδικασίας. Η μετεξέλιξή της σε Πολιτική Ένωση, με
ανοικτή πρόσκληση σε όσες χώρες επιθυμούν να προσχωρήσουν, αποτελεί φυσική
συνέχεια της οικονομικής ενοποίησης που, επιπρόσθετα, θα ενισχύσει τη
λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα της Ευρωζώνης. Αν και η συνοχή αυτής της
ομάδας σε ζητήματα εκτός ΟΝΕ χρήζει διερεύνησης, εφόσον αναλάβει την ευθύνη που
της αναλογεί, τότε θα πρέπει να διευκρινισθούν, τόσο ο τελικός στόχος, όσο και
τα ενδιάμεσα στάδια υλοποίησης του. Δεδομένων των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί,
ίσως μια νέα Διακυβερνητική Διάσκεψη, η οποία θα επανατοποθετήσει συνολικά και in tandem με τις Ευρωπαϊκές κοινωνίες το περιεχόμενο μιας
Συνταγματικής Συνθήκης, την αναγκαιότητά της, την πολιτική της ταυτότητα, την οικονομική
της φιλοσοφία, αλλά και τη διάθεση πολιτικής και αμυντικής ενοποίησης, μπορεί
να αποτελέσει μια διέξοδο οραματικού επιπέδου για τη νέα Ευρώπη.
Στην παράδοξη διεθνολογικά περίοδο που διανύουμε, το Βεστφαλιανό σύστημα φαίνεται να βουλιάζει στην ήπειρο που το δημιούργησε, ενώ ταυτόχρονα τα κράτη διαθέτουν τη θεσμική αρχιτεκτονική που τους ταιριάζει, με αποτέλεσμα, η πολιτική ενοποίηση να παραμένει ασαφής. Το κατά πόσο οι διεθνικές διαδράσεις και η έντονη διευρωπαική συνεργασία οδηγούν στη μετατόπιση της πολιτικής νομιμοφροσύνης, διαφοροποιούν τη συμπεριφορά και τις αξίες των δρώντων και καταλήγουν στο μαρασμό του εθνικού κράτους ή εάν αυτές οι διαδικασίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά παραδοσιακές διακρατικές διαπραγματεύσεις σε ένα εξαιρετικά σύνθετο και απαιτητικό παγκόσμιο περιβάλλον, αποτελούν ανοικτά ερωτήματα που παραπέμπουν ευθέως στο «πόση» και «ποια» Ευρώπη θέλουμε.
Ενώ μετά την
πρόσφατη διεύρυνση η ΕΕ ισχυροποιείται γεω-οικονομικά, ταυτόχρονα, η αυξανόμενη
λογική της «διαφορετικότητας» έχει ουσιαστική επίπτωση στην πολιτική ενοποίηση
και στη διαμόρφωση μιας συνεκτικής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Στο
μέλλον, η αυξανόμενη πολυμορφία ενδέχεται να δημιουργήσει μεγαλύτερες προκλήσεις,
τόσο στην αναγνώριση κοινών συμφερόντων, όσο και σε αξιακό επίπεδο μεταξύ των
κρατών μελών.[25] Οφείλουμε, ωστόσο, να
αναγνωρίσουμε ότι η ύπαρξη διαφορετικών απόψεων αποτελεί δύναμη και όχι
αδυναμία, και ότι η ευρωπαϊκή δομή είναι αρκετά ισχυρή ώστε να απορροφά μνημειώδους
μεγέθους διαφωνίες.[26] Μέχρι
σήμερα, οι Ευρωπαίοι, μέσα από κρίσεις όπως η σημερινή, προσπαθούν να «μάθουν»
και να «επανεκτιμήσουν» εαυτούς διαφυλάττοντας όμως πάντα το κεκτημένο τους. Αυτή
η διαδικασία οδηγεί – αργά και επίπονα – εδώ και πενήντα συναπτά έτη, στη
θεσμική και πολιτική καινοτομία στη βάση ενός προτύπου ενοποίησης, ικανού να
συνδυάζει την ενότητα με τη διαφορετικότητα, την κυριαρχία με τη συνδιάθεση, τη
διπλωματία με τη δημοκρατία και την ασφάλεια με την ανάπτυξη. Αυτή είναι η ευρωπαϊκή
πρόκληση του 21ου αιώνα.
[1] Δ. Θ.
Τσάτσος, Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία: Για μια ένωση λαών με ισχυρές πατρίδες,
Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2001.
[2] Δες
αναλυτικά στο Ν. Μαραβέγιας και Μ. Ι. Τσινισιζέλης (επιμ.) Νέα Ευρωπαϊκή Ένωση. Οργάνωση και Πολιτικές: 50 Χρόνια, εκδόσεις
Θεμέλιο, Αθήνα, 2007.
[3] Σε
αντίθεση με τα κράτη, κάθε ενέργεια που αναλαμβάνει στο πεδίο της εξωτερικής
πολιτικής πρέπει να είναι συμβατή με τις εξουσιοδοτήσεις και διαδικασίες λήψης
των αποφάσεων που διαλαμβάνουν οι Συνθήκες και το παράγωγο δίκαιο. Το πλαίσιο
αυτό επιτρέπει στην ΕΕ να δρα στη θέση των κρατών-μελών ή συμπληρωματικά προς
αυτά σε όλο το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Δες αναλυτικά στο στο Κ.
Στεφάνου, «Το Θεσμικό και Κανονιστικό Πλαίσιο των Εξωτερικών Σχέσεων της
Ευρωπαϊκής Κοινότης/Ένωσης», στο Δ. Κ. Ξενάκης - Μ. Ι. Τσινισιζέλης, Παγκόσμια Ευρώπη. Οι Διεθνείς Διαστάσεις της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΠΕΕΣ-εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα 2006, σελ. .
[4]
Δες, μεταξύ άλλων, J.
Zielonka, Paradoxes of European Foreign
Policy, Kluwer Law International, The Hague, 1998 και D. Buchan, Europe - The Strange
Superpower, Aldershot, Dartmouth, 1993.
[5] C. Hill, «The capability-expectations gap, or conceptualising
[6] Το
γεγονός ότι αποφέρουν συγκεκριμένα και ενδεχομένως πιο άμεσα οφέλη στην ΕΕ,
είναι αυτό που, μαζί με το στοιχείο της «κοινής πολιτικής», τις διαφοροποιούν
από τη μη ολοκληρωμένη και αποτελεσματική ακόμη ΚΕΠΠΑ. Β. Τσέλιος, «Η Εμπορική
Πολιτική στις Εξωτερικές Σχέσεις της ΕΕ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου»,
στο Παγκόσμια Ευρώπη. οπ.π. , σελ. 173-213.
[7] V. K. Aggarwal and E. A. Fogarty (επιμ.), EU Trade Strategies: Between Regionalism and Globalism, Palgrave Macmillan,
[8] Δες, μεταξύ άλλων, Human Development Report, Deepening
Democracy in a Fragmented World, UΝ Development Programme, Oxford University
Press, New York and Oxford, 2002, και C. Thomas, Global
Governance, Development and Human Security: The Challenge of Poverty and Human
Security in the Global Economy, Pluto Press,
[9] Δες, μεταξύ άλλων, S. D. Krasner (επιμ.), International Regimes, Cornell
University Press, Ithaca, 1983, και J. N. Rosenau, Along the Domestic-Foreign Frontier:
Exploring Governance in a Turbulent World, Cambridge University Press,
Cambridge, 1997.
[10] Δες αναλυτικά στο Κ. Λάβδας,
«Νόρμες και Διάχυτη Αμοιβαιότητα στην Πολιτική Κουλτούρα των Διεθνών Σχέσεων: Μαθήματα
από την Ευρωπαϊκή Πολιτική», στο Παγκόσμια
Ευρώπη. οπ.π. , σσ. 85-100.
[11] Για
τη διάχυτη αμοιβαιότητα στις διαδικασίες εξευρωπαϊσμού βλέπε K. A. Lavdas, The Europeanization of
[12] Δες
R.
Kagan, Of Paradise and Power, Knopf, New York, 2003, και P. Berkowitz, «Liberalism and Power», στο T. Lindberg (επιμ.), Beyond Paradise and Power, Routledge,
[13]
Λάβδας, «Νόρμες και Διάχυτη Αμοιβαιότητα στην Πολιτική Κουλτούρα των Διεθνών Σχέσεων:
Μαθήματα από την Ευρωπαϊκή Πολιτική», στο Παγκόσμια
Ευρώπη. οπ.π. , σσ. 85-100.
[14] Ο όρος «δομή» αφορά την κατάταξη αρχών και προτεραιοτήτων, καθώς και την κατανομή ικανοτήτων μεταξύ των μονάδων του διεθνούς συστήματος .
[15] Βλέπε αναλυτικότερα στο K. E. Smith, European Union
Foreign Policy in a Changing World, Polity Press, Cambridge and Oxford,
2003, ειδικά στο κεφ. 6.
[16] Α.
Κιντής και Θ. Ντόκος, «Διεθνής Οργάνωση και Ευρωπαϊκή Ασφάλεια: Η Ευρωπαϊκή
Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας», στο Παγκόσμια
Ευρώπη. οπ.π. , σσ. 253-296.
[17] Σ.
Σταυρίδης και Δ. Κ. Ξενάκης, «Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας
της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Παλαιοί Προβληματισμοί και Νέες προκλήσεις», στο Α.
Μοσχονάς (επιμ.), Η Ευρωπαϊκή Ένωση:
Σύγχρονοι Προβληματισμοί, Εξάντας, Αθήνα, 2000, σελ. 249-269.
[18] To St. Malo δε μπορεί παρά να θεωρηθεί ως
αποτέλεσμα, πρώτον της βρετανικής σιγουριάς για την ακλόνητη θέση του ΝΑΤΟ στην
Ευρώπη, και δεύτερον της βρετανικής ανάγκης για κάποιας μορφής ηγετικής
συμμετοχή στην ΕΕ μετά τον αυτό-αποκλεισμό του Λονδίνου από την ΟΝΕ. Π.
Λαμπρίδης και Κ. Υφαντής, «Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ασφάλεια», στο Π. Ι. Τσάκωνας,
«Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική Πολιτική: Μια συνολική προσέγγιση»,. Σιδέρης, Αθήνα
2003, Τόμος Β΄, σ. 594.
[19] Δες
αναλυτικότερα στα C. Hill, «European
Foreign Policy Power bloc, Civilian model - or Flop?», στο R. Rummel (επιμ.), The Evolution of an International Actor: Western Europe's New
Assertiveness, Westview Press, Boulder, 1990, και H. Bull, «Civilian Power Europe: A
Contradiction in Terms», στο L. Tsoukalis (επιμ.), The European Community, Past,
Present and Future, Basil Blackwell,
[20] Δες
αναλυτικότερα στο Κ. Υφαντής, «Διατλαντικές Σχέσεις: Μεταξύ Μονομέρειας,
Αδιαφορίας, και Ισορροπίας», στο Παγκόσμια
Ευρώπη. οπ.π. , σσ. 328-352.
[21] D. Drezner, «The New New World
Order», Foreign Affairs, Vol. 68,
No.2, 2007, σελ. 34-57.
[22] Βλέπε αναλυτικότερα στο Χ. Τσαρδανίδης, «ΕΕ και Ρωσία: Παράδοξη Σχέση στο Πλαίσιο Μιας Στρατηγικής Σύμπραξης», στο Παγκόσμια Ευρώπη. οπ.π. , σσ. 353-380.
[23] Τα κυριότερα: α) η έλλειψη ομοφωνίας για μια πανευρωπαϊκή προτίμηση στις προμήθειες εξοπλισμού, καθώς μερικά κράτη-μέλη θεωρούν πολύ σημαντική τη συμβατότητα του αμυντικού τους εξοπλισμού με τον αμερικάνικο/ΝΑΤΟικό εξοπλισμό, β) το γεγονός ότι οι αμυντικές προμήθειες σχεδιάζονται και εκτελούνται κατά κύριο λόγω σε εθνικό επίπεδο, αντανακλώντας εθνικά συμφέροντα, γ) το χαμηλό επίπεδο αμυντικών δαπανών στην ΕΕ σε συνδυασμό με τον κατακερματισμό της αγοράς.
[24] Επιπλέον,
η διάχυση των τεχνολογιών στον πολιτικό τομέα θα λειτουργήσει ενισχυτικά στην
ανταγωνιστικότητα του συνόλου της βιομηχανικής βάσης της Ευρώπης. Δες αναλυτικά
στο Σ. Τραυλός, «Η Ευρώπη στο Πεδίο των Εξοπλισμών», στο Παγκόσμια Ευρώπη. οπ.π. , σσ. 313-324.
[25] St. Hoffmann, The European Sisyphus: Essays on
[26] M. Leonard, 21ος: o αιώνας της Ευρώπης, εκδόσεις Κριτική,
Αθήνα, 2006, σελ 61.